αἰσχρολογία

From LSJ
Revision as of 13:00, 3 October 2019 by Spiros (talk | contribs) (cc1)

ἐὰν ἐκπέσῃ τὸ σιδήριον καὶ αὐτὸς πρόσωπον ἐτάραξεν καὶ δυνάμεις δυναμώσει καὶ περισσεία τοῦ ἀνδρείου σοφία (Ecclesiastes 10:10, LXX version) → If the iron axe fails, and the man has furrowed his brow, he will gather his strength, and the redoubling of his manly vigor will be the wise thing.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἰσχρολογία Medium diacritics: αἰσχρολογία Low diacritics: αισχρολογία Capitals: ΑΙΣΧΡΟΛΟΓΙΑ
Transliteration A: aischrología Transliteration B: aischrologia Transliteration C: aischrologia Beta Code: ai)sxrologi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A foul language, obscenity, X.Lac.5.6, Arist.EN1128a23.    2 abuse, Plb.8.11.8, cf. POxy.410.77, Ep.Col.3.8, Phld.Rh.1.176S., etc.

Greek (Liddell-Scott)

αἰσχρολογία: ἡ, αἰσχρὰ καὶ φαύλη ὁμιλία, Ξεν. Λακ. 5. 6: ὕβρις, λοιδορία, Πολύβ. 8. 13. 8.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 propos honteux ou obscènes;
2 propos injurieux.
Étymologie: αἰσχρός, λόγος.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
1 obscenidad, lenguaje indecente X.Lac.5.6, de los cómicos ἦν γελοῖον ἡ αἰσχρολογία Arist.EN 1128a23, cf. Plb.12.13.3, Epict.Ench.33.
2 insulto κατὰ τῶν φίλων Plb.8.11.8, cf. 31.6.4, αἰ. καὶ δυσφήμία Phld.Rh.1.176, ἐκ τοῦ στόματος ὑμῶν Ep.Col.3.8, φεύγειν τὰς αἰσχρολογίας ret. en POxy.410.77, πολλὰς ἐ[σ] χρολογίας εἰς πρόσωπόν μου ἐξειπών BGU 909.11 (IV d.C.).

English (Abbott-Smith)

English (Strong)

from αἰσχρός and λόγος; vile conversation: filthy communication.

English (Thayer)

(ας, ἡ (from αἰσχρολόγος, and this from αἰσχρός and λέγω), foul speaking (Tertullian turpiloquium), low and obscene speech, (R. V. shameful speaking): Xenophon, Aristotle, Polybius) (Cf. Lightfoot at the passage; Trench, § xxxiv.)

Greek Monolingual

η (Α αἰσχρολογία) αἰσχρολόγος
το να χρησιμοποιεί κανείς αισχρές λέξεις ή να μιλά για αισχρά πράγματα, βωμολοχία, χυδαιολογία
αρχ.
1. αισχρός, άσχημος λόγος
2. βρισιά, λοιδορία.

Greek Monotonic

αἰσχρολογία: ἡ, αισχρή ομιλία, υβρεολόγιο, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

αἰσχρολογία: ἡ непристойная речь, сквернословие Xen., Plut.: ἡ κατά τινος αἰ. Polyb. брань по чьему-л. адресу.

Middle Liddell

[from αἰσχρολογέω
foul language, abuse, Xen.

Chinese

原文音譯:a„scrolog⋯a 埃士赫羅-羅居阿
詞類次數:名詞(1)
原文字根:卑鄙的-放置(說)(著)
字義溯源:卑鄙的談話,辱罵的談話,污穢的言語;由(αἰσχρός)=可恥的)與(λόγος)=話)組成;其中 (αἰσχρός)出自(αἰσχύνομαι)=感覺羞恥), (αἰσχύνομαι)出自(αἰσθητήριον)Y*=毀容),而 (λόγος)出自(λέγω / εἴρω)*=陳述)。保羅勸勉歌羅西的信徒,現在要棄絕那些邪惡的事,並口中污穢的話(αἰσχρολογία)),而穿上新人( 西3:8 ,10)
出現次數:總共(1);西(1)
譯字彙編
1) 污穢言語(1) 西3:8