связь
From LSJ
Theocritus, Idylls, 30.3
Russian > Greek
ζεῦγμα, συνήθεια, ὁμιλία, ὁμιλίη, ὁμίλημα, συναναστροφή, συμπεριφορά, κοινώνημα, κοινωνία, ἀκόλουθον, σύνδετον, ἐπισύνδεσις, ἁρμός, σύνδεσμος, ἐξάρτησις, ἅψος, συνδετικόν, σύμπηξις, ἀρμονία, ἁρμονίη, ἁρμονιά, πῆγμα, ἐπιμιξία, μῖξις, ἁρμογή, συνάρτησις, σύνθεσις, συνέλευσις, συναγωγή, σύναψις, σύζευξις, συναρμογή, συμπλοκή, σύνταξις