βένθος

From LSJ
Revision as of 15:22, 5 November 2019 by Spiros (talk | contribs)

μάλα δ' ὦκα θύρηθ' ἔα ἀμφὶς ἐκείνων → very soon I was out, away from them | very soon was out of the water, and away from them

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βένθος Medium diacritics: βένθος Low diacritics: βένθος Capitals: ΒΕΝΘΟΣ
Transliteration A: bénthos Transliteration B: benthos Transliteration C: venthos Beta Code: be/nqos

English (LSJ)

εος, τό, poet.,

   A = βάθος, depth of the sea, κατὰ βένθος ἁλός Il. 18.38,49; ἁλὸς βένθοσδε Od.4.780, 8.51: in pl., ὅστε θαλάσσης πάσης βένθεα οἶδεν 1.53; ἐν βένθεσσιν ἁλός Il.1.358; βένθεσι λίμνης 13.21, 32; also βαθείης βένθεσιν ὕλης Od.17.316: metaph., βένθεϊ σῆς κραδίης AP5.273 (Paul. Sil.).—Used also by Emp.35.3, al., Pi. O.7.57, and in lyr., E.Fr.304, Ar.Ra.666. (Cf. βαθύς.)

German (Pape)

[Seite 442] (Nebenform von βάθος, vgl. πάθος πένθος), τό, die Tiefe; bei Hom. meist die Tiefe des Meeres: κατὰ βένθος ἁλός Iliad. 18, 38. 49, θαλάσσης πάσης βένθεα Odyss. 1, 53. 4, 386, ἐν βένθεσσιν ἁλός Iliad. 1, 358. 18, 36, βένθεσι λίμνης Iliad. 13, 21, βαθείης βένθεσι λίμνης Versende 18, 32; vom Walde Odyss. 17, 316 βαθείης βένθεσιν ὕλης Versende, offenbar nach dem Muster der eben vorgelegten Stelle Iliad. 13, 32 gedichtet. – Pind. Ol. 7, 57 ἁλμυροῖς ἐν βένθεσιν. – Oefter bei Sp. übertr., κραδίης P. Sil. 27 (V, 274); ἐχεφροσύνης Id. 68 (IX, 767).

Greek (Liddell-Scott)

βένθος: -εος, τό, ποιητ. ἀντὶ βάθος, ὡς πένθος, πάθος, τὸ βάθος τῆς θαλάσσης, κατὰ βένθος ἁλὸς Ἰλ. Σ. 38. 49· ἁλὸς βένθοσδε Ὀδ. Δ. 780., Θ. 51· - ἐν τῷ πληθ., ὅστε θαλάσσης πάσης βένθεα οἶδεν Α. 53· ἐν βένθεσσιν ἁλός Ἰλ. Λ. 358· βένθεσι λίμνης ὁ αὐτ. Ν. 21, 32· - ὡσαύτως, βαθείης βένθεσιν ὕλης Ὀδ. Ρ. 316· - μεταφ. βένθεϊ σῆς κραδίης Ἀνθ. II. 5. 274· - Ἐν χρήσει ὡσαύτως παρὰ Πινδάρω καὶ ἅπαξ ἢ δὶς παρὰ Τραγ. ἐν χορικοῖς, Εύρ. Ἀποσπ., πρβλ. Ἀριστοφ. Βατρ. 666.

French (Bailly abrégé)

ion. -εος, att. -ους (τό) :
fond, profondeur.
Étymologie: poét. cf. βάθος.

English (Autenrieth)

εος (βαθύς): depth, also pl., depths; θαλάσσης πάσης βένθεα οἶδεν, Od. 1.53; βένθεα ὕλης, Od. 17.316; ἁλὸς βένθοσδε, ‘into deep water,’ Od. 4.780.

English (Slater)

βένθος
   1 depth, abyss ἁλμυροῖς δ' ἐν βένθεσιν (O. 7.57)

Spanish (DGE)

-εος, τό

• Morfología: [ép. plu. dat. -εσσιν Il.1.358]
profundidad, abismo del mar κατὰ β. ἁλός Il.18.38, cf. E.Fr.304, εἰς β. ἀμαυρόν A.Fr.273a.6, ἐνέρτατον β. δίνης Emp.B 35.3, ὕδατος β. Emp.B 84.10
frec. en plu. ἐν βένθεσσιν ἁλός Il.1.358, cf. Alcm.89.5, Ar.Ra.666, βένθεσι λίμνης Il.13.21, 32, cf. Hes.Th.365, θαλάσσης ... βένθεα Od.1.53, βένθεα πόντου h.Cer.38, ἁλμυροῖς δ' ἐν βένθεσιν Pi.O.7.57, cf. Orph.A.68
fig. βαθείης βένθεσιν ὕλης Od.17.316, βένθεα νυκτὸς ἐρεμνᾶς Stesich.8.3, βένθεϊ σῆς κραδίης AP 5.274 (Paul.Sil.).

• Etimología: v. βαθύς.

Greek Monolingual

το (Α βένθος)
ο βυθός της θάλασσας
νεοελλ.
1. ο βυθός των ωκεανών, των θαλασσών, των ποταμών και των λιμνών
2. το σύνολο των ζωικών και φυτικών οργανισμών που ζουν στον βυθό των θαλασσών και των λιμνών
αρχ.
φρ. «βένθει σῆς κραδίης» — στο βάθος της καρδιάς σου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. βάθος, βαθύς.

Greek Monotonic

βένθος: -εος, τό, ποιητ. αντί βάθος, όπως το πένθος αντί πάθος, το βάθος της θάλασσας, σε Όμηρ.· επίσης στον πληθ., θαλάσσης βένθεα, ἐν βένθεσσιν ἁλός, σε Ομήρ. Ιλ., Οδ.· επίσης λέγεται για το ξύλο, βένθεσιν ὕλης, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

βένθος: εος τό тж. pl.
1) глубь, глубина (ἁλός, λίμνης Hom.; ἁλμυροῖς ἐν βένθεσιν Pind.; βένθει τῆς κραδίης Anth.);
2) чаща, дебри (ὕλης Hom.).

Frisk Etymological English

See also: s. βαθύς.

Middle Liddell

poet. for βάθος, as πένθος for πάθος
the depth of the sea, Hom.; also in pl., θαλάσσης βένθεα, ἐν βένθεσσιν ἁλός Il., Hom.:—also of a wood, βένθεσιν ὕλης Od.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βένθος -ους, zonder contr. -εος, τό βαθύς poët. voor βάθος, diepte, afgrond :. κατὰ βένθος ἁλός in de diepte van de zee Il. 18.49; βαθείης βένθεσιν ὕλης in de diepten van het dichte woud Od. 17.316.

Frisk Etymology German

βένθος: {bénthos}
See also: s. βαθύς.
Page 1,233