λῃστεύω

From LSJ
Revision as of 16:55, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

τίς ἐς σὸν κρᾶτ' ἐπύκτευσεν → who hit you with the fist on the head, who has been pummeling your head

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῃστεύω Medium diacritics: λῃστεύω Low diacritics: ληστεύω Capitals: ΛΗΣΤΕΥΩ
Transliteration A: lēisteúō Transliteration B: lēsteuō Transliteration C: listeyo Beta Code: lh|steu/w

English (LSJ)

fut. -εύσω App. Pun.116:—Pass. (v. infr.), aor.

   A ἐλῃστεύθην D.S.2.55:—practise robbery or piracy, Th.7.18, D.4.23; ἐν τῇ γῇ καὶ ἐν τῇ θαλάσσῃ D.C.36.3.    2 c.acc., spoil, plunder, Th.4.45, App.Pun.5, etc.:—Pass., Th. 4.2, 5.14, D.S.l.c.; λῃστεύεται ἡ ὁδός is infested by robbers, Arr.Epict. 4.1.91.

Greek (Liddell-Scott)

λῃστεύω: μέλλ. -εύσω Ἀππ. Καρχηδ. 116. - Παθ. (ἴδε κατωτ.): ἀόρ. ἐλῃστεύθην Διόδ. 2. 55, Ἀππ.· (λῃστής). Εἶμαι λῃστὴς ἢ πειρατής, διεξάγω πειρατικὸν πόλεμον, ἐξασκῶ πειρατείαν, Λατ. latrocinari, Δημ. 46. 14· ἐν τῇ γῇ καὶ ἐν τῇ θαλάσσῃ Δίων Κ. 36. 3. 2) μετ’ αἰτ., λεηλατῶ, λαφυραγωγῶ, ἁρπάζω, Θουκ. 1. 5, κτλ.· καὶ ἐν τῷ Παθ., ὁ αὐτ. 4. 2., 5. 14, Διόδ. 2. 55· λῃστεύεται ἡ ὁδός, κατέχεται ὑπὸ λῃστῶν, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 4. 1, 91.

French (Bailly abrégé)

ao. ἐλῄστευσα, pf. inus.
Pass. ao. ἐλῃστεύθην;
1 faire métier de brigand ou de pirate;
2 piller, voler.
Étymologie: λῃστής.

Greek Monolingual

(AM ληστεύω) ληστής
αφαιρώ και οικειοποιούμαι ξένη περιουσία με άσκηση βίας (α. «λήστεψαν πάλι το χρυσοχοείο» β. «ληστεύειν ἐν τῇ γῇ καὶ ἐν τῇ θαλάσσῃ», Δίων Κάσσ.)
νεοελλ.-μσν.
μτφ. κερδοσκοπώ σε βάρος άλλου, αισχροκερδώ («μάς λήστεψαν στο εστιατόριο»)
μσν.-αρχ.
φρ. «λῃστεύεται ἡ ὁδός» — ο δρόμος κατέχεται ή είναι γεμάτος ληστές
αρχ.
1. ασκώ πειρατεία
2. λεηλατώ, λαφυραγωγώ, διαρπάζω («καὶ φρούριον καταστησάμενοι ἐλῄστευον τὸν ἔπειτα χρόνον τὴν Τροιζηνίαν γῆν», Θουκ.).

Greek Monotonic

λῃστεύω: μέλ. -εύσω (λῃστής), είμαι ληστής· διεξάγω πειρατικό πόλεμο, ασχολούμαι με την πειρατεία, Λατ. latrocinari, σε Δημ.
2. με αιτ., λεηλατώ, αρπάζω, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

λῃστεύω: (aor. pass. ἐλῃστεύθην)
1) разбойничать, совершать набеги (ἐκ Πύλου Thuc.);
2) грабить (τοὺς παριόντας Plut.): λῃστευομένης τῆς χώρας Thuc. в то время как страна (лакедемонян) опустошалась.

Middle Liddell

λῃστεύω, fut. -εύσω λῃστής
1. to be a robber: to carry on a piratical war, to practise piracy, Lat. latrocinari, Dem.
2. c. acc. to spoil, plunder, Thuc.