μελεδήμων

From LSJ
Revision as of 17:30, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

κράτιστοι δ᾽ ἂν τὴν ψυχὴν δικαίως κριθεῖεν οἱ τά τε δεινὰ καὶ ἡδέα σαφέστατα γιγνώσκοντες καὶ διὰ ταῦτα μὴ ἀποτρεπόμενοι ἐκ τῶν κινδύνων → the bravest are surely those who have the clearest vision of what is before them, glory and danger alike, and yet notwithstanding, go out to meet it | and they are most rightly reputed valiant who, though they perfectly apprehend both what is dangerous and what is easy, are never the more thereby diverted from adventuring

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελεδήμων Medium diacritics: μελεδήμων Low diacritics: μελεδήμων Capitals: ΜΕΛΕΔΗΜΩΝ
Transliteration A: meledḗmōn Transliteration B: meledēmōn Transliteration C: meledimon Beta Code: meledh/mwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος,

   A careful, c. gen., ἔργων Emp.112.2; μ. κερκίδα πέπλων AP 6.39 (Arch.); δόμων φυλακὰν μ. ib.7.425 (Antip. Sid.).

German (Pape)

[Seite 121] ον, sorgend, besorgend; δόμων φύλαξ, Antp. Sid. 88 (VII, 425); πολυσπαθέων μελεδήμονα κερκίδα πέπλων, Archi. 1 (VI, 39); auch ἀγαθῶν μελεδήμονες ἔργων, Empedocl. ep. (IX, 569).

Greek (Liddell-Scott)

μελεδήμων: -ον, ἐπιμελής, πολυάσχολος, κερκὶς αὐτόθι 6. 39, πρβλ. 7. 425· μετὰ γεν., ὁ φροντίζων περί τινος, ἔργων Ἐμπεδ. 398.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
qui prend soin de, gén..
Étymologie: μελεδαίνω.

Greek Monolingual

μελεδήμων, -ον (Α)
αυτός που φροντίζει, που μεριμνά, που δείχνει επιμέλεια για κάτι, επιμελής (α. «μελεδήμων ἔργων», Εμπεδ.
β. «δόμων φυλακὰν μελεδήμονες», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μελεδαίνω + κατάλ. -ήμων (πρβλ. ειδ-ήμων, νο-ήμων)].

Greek Monotonic

μελεδήμων: -ον (μελεδαίνω), επιμελής, απασχολημένος, με πολλές φροντίδες, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

μελεδήμων: 2, gen. ονος
1) заботливый, попечительный, усердный (δύμων φύλαξ Anth.);
2) заботящийся (ἀγαθῶν ἔργων Anth.).

Middle Liddell

μελεδήμων, ον, μελεδαίνω
careful, busy, Anth.