ἀσκηθής

From LSJ
Revision as of 00:15, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

συνετῶν μὲν ἀνδρῶν, πρὶν γενέσθαι τὰ δυσχερῆ, προνοῆσαι ὅπως μὴ γένηται· ἀνδρείων δέ, γενόμενα εὖ θέσθαι → it is the part of prudent men, before difficulties arise, to provide against their arising; and of courageous men to deal with them when they have arisen

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσκηθής Medium diacritics: ἀσκηθής Low diacritics: ασκηθής Capitals: ΑΣΚΗΘΗΣ
Transliteration A: askēthḗs Transliteration B: askēthēs Transliteration C: askithis Beta Code: a)skhqh/s

English (LSJ)

ές,

   A unhurt, unscathed, in Hom. of persons, ἂψ εἰς ἡμέας ἔλθοι ἀ. Il.10.212; ἀ. ἱκόμην ἐς πατρίδα γαῖαν Od.9.79, cf. Epich.99.10, Call.Aet.3.1.69; ἀσκηθέες (trisyll.) καὶ ἄνουσοι Od.14.255 (v.l. ἀσκεθέες); sound, healthy, IG4.952.109 (Epid.); ἀ. τινὰ πέμπειν Sol. 19.4; unblemished, IG5(2).3.5 (Tegea, iv B. C.); = ἀπαθής, θεός Timo 60, etc.; later of things, ἀ. νόστος safe return, A.R.2.690; ἀ. μέλι pure, virgin honey, Antim.16.2. (Perh. from ἀ- priv., and the root of scathe, Germ. schaden 'hurt'.)

German (Pape)

[Seite 371] ές, unversehrt, wohlbehalten; Hom. Iliad. 10, 212. 16, 247 Od. 5, 26. 144. 168. 9, 79. 11, 535. 14, 255. An der letzten Stelle ἀσκηθέες dreisylbig zu lesen, v. l. ἀσκεθέες. Solon. frg. 23 bei Plut. Sol. 26; μέλι, reiner Honig, Antimach. 11; νόστος Ap. Rh. 2, 960.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσκηθής: -ές, μὴ ὑποστὰς βλάβην τινά, σῶος, ἄψ εἰς ἡμέας ἔλθοι ἀσκηθὴς Ἰλ. Κ. 212· καὶ νύ κεν ἀσκηθὴς ἱκόμην ἐς πατρίδα γαῖαν Ὀδ. Ι. 79, κτλ.: μεταγ. ἐπὶ πράγμ., ἀσκ. νόστος, ἀσφαλὴς ἐπάνοδος, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 690· ἀσκηθὲς μέλι, ἄδολον, ἁγνὸν μέλι, Ἀντίμαχ. παρ’ Ἀθην. 468Α: τὸ ἐν Ὀδ. Ξ. 255 ἀσκηθέες (κατὰ Οὐόλφ. καὶ Πόρσ. ἀντὶ τοῦ ἀσκεθέες τῶν χειρογρ.) πρέπει νὰ ἀναγινώσκηται ὡς τρισύλλ. (Ἴσως ἐκ τοῦ α στερ. καὶ τῆς ῥίζης, ἥτις φαίνεται ἐν τῷ Ἀγγλ. scathe, Γερμ. schaden, ὃ ἐ. βλάβη).

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
non endommagé, sain et sauf.
Étymologie: DELG ? : ἀ priv. + ?

English (Autenrieth)

ές: unscathed; ἀσκηθέες καὶ ἄνουσοι, Od. 14.255.

Spanish (DGE)

-ές

• Morfología: [nom. plu. ἀσκηθέες Od.14.255]
I 1sano y salvo, incólume ἂψ εἰς ἡμέας ἔλθοι ἀ. Il.10.212, cf. 16.247, Od.9.79, 11.535, ἀσκηθέες καὶ ἄνουσοι ἥμεθα Od.14.255, cf. Man.6.547, ἀσκηθῆ πέμποι Κύπρις Sol.7.4, cf. Epich.50.10, Call.Fr.75.69, A.R.2.176, Opp.H.5.623, Orph.A.674, AP 7.498 (Antip.), κῆρυξ Nonn.D.21.300, ἀ. ἐν νευσὶ καὶ ἀστυφέλικτος ἐπ' αἴῃ IMEG 10.3 (II/I a.C.)
por enálage νόστος ἀ. regreso a salvo A.R.2.690.
2 curado, sano ἁμέρας δὲ γενομένας ἀσκηθὴς ἐξῆλθε IG 42.122.109 (Epidauro III a.C.), ἀ. ἐθέλεις πάλιν ἔμμεναι; Nonn.Par.Eu.Io.5.7, cf. Synes.Hymn.3.35.
3 puro, sin mácula κελέβειον Antim.23, μέλι Antim.20, ὁ ἱεροθύτας IG 5(2).3.5 (Tegea IV a.C.), πέπλοι Man.6.435.
II que no puede experimentar daño, impasible θεός Timo SHell.834.

• Etimología: Quizá de *σκῆθος c. ἀ- priv. y rel. gót. skaþis, irl. scathaim.

Greek Monolingual

ἀσκηθής, -ές (Α)
1. ο αβλαβής, ο σώος
2. ο ασφαλής
3. ο γνήσιος, ο ανόθευτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α-στερ. + σκήθος «βλάβη, ζημιά», το οποίο συνδέεται με μια γερμανική και κελτική ομάδα λέξεων (πρβλ. γοτθ. skapis «βλάβη, ζημιά», ιρλ. scathaim «παραλύω, ακρωτηριάζω»), υπό την προϋπόθεση ότι το θ. προέρχεται από ινδοευρ. th].

Greek Monotonic

ἀσκηθής: -ές, αβλαβής, σώος, άθικτος, ακέραιος, σε Όμηρ. (αμφίβ. προέλ.).

Russian (Dvoretsky)

ἀσκηθής: невредимый (ἀ. ἱκόμην Hom.).

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: unhurt, unscathed (Il.).
Other forms: ξ 255 ἀσκηθέες = -θεῖς, not ἀσκεθέες with Eustathius (s. Leumann Hom. Wörter 263 A. 3 m. Lit.)
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Presupposes a noun *σκῆθος n. damage, which has been connected with Germ.-Celt. words, Goth. skaÞis n. damage; the comparison is impossible as θ does not agree with Goth. Þ.

Middle Liddell

[deriv. uncertain].]
unhurt, unharmed, unscathed, Hom.

Frisk Etymology German

ἀσκηθής: (ξ 255 nach Eustathios ἀσκεθέες für ἀσκηθέες = -θεῖς, kaum richtig; vgl. Leumann Hom. Wörter 263 A. 3 m. Lit.)
{askēthḗs}
Meaning: unversehrt, wohlbehalten (vorw. ep. aber auch Tegea und Epidauros).
Etymology : Scheint ein Substantiv *σκῆθος n. Schaden vorauszusetzen, das mit einer germ.-kelt. Wortsippe, got. skaþis n. Schaden, ir. scathaim verstümmeln, lahmen zusammengestellt worden ist (Osthoff PBBeitr. 13, 459), was möglich ist unter der Voraussetzung, daß θ die idg. tenuis aspirata th vertreten kann.
Page 1,164