θυεία
ἐν δὲ δικαιοσύνῃ συλλήβδην πᾶσ' ἀρετὴ ἔνι → in justice is all virtue found in sum, in justice is every virtue there is, in justice every virtue is brought together, justice contains in itself all the virtues
English (LSJ)
Ion. θυ-είη Nic.Th.91: ἡ:—
A mortar, Ar.Nu.676, Ra.124, al., Lys.Fr.62a. 2 cup of the cottabus, Pl.Com.46.3.—Later θυία, θυΐα, Ph.Bel.88.49, Dsc.2.76.3 and 4; in the sense of oil-press, PFay.42 (a) i 10(ii A.D.): θυίη [ῐ], Androm. ap. Gal.14.41: θυεῖον, τό, PLond.2.193.23 (ii A.D.). II θύεια, v. θυία 1.
German (Pape)
[Seite 1221] ἡ, der Mörser (nach E. M. 412, 5 θύεια, von θύω, gewaltig stampfen?), Ar. Nubb. 666 u. öfter. Auch θυία u. θυΐα geschrieben.
Greek (Liddell-Scott)
θυεία: Ἰων. -είη, ἡ, ἰγδίον, «γουδί», Ἀριστοφ. Νεφ. 676, Βατρ. 124, κ. ἀλλ.∙ πρβλ. ἴγδις∙ 2) ἀγγεῖον κοττάβου, Πλάτ. Κωμ. ἐν «Διῒ Καχουμένῳ» 1. - Οἱ τύποι θυία, θυΐα εἶναι δεκτοὶ μόνον παρὰ μεταγεν., ὡς παρὰ Διοσκ. 2. 87, 88, ἴδε Λοβέκ Φρυν. 165.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
mortier, vase à piler.
Étymologie: θύος.
Greek Monolingual
θυεία και ιων. τ. θυείη και μτγν
τ. θυία και θυΐα και θυΐη, ἡ (Α) θύος
1. γουδί («θυία οστρακίνη» — ιατρικό γουδί)
2. μετάλλινη λεκάνη με την οποία έπαιζαν το παιγνίδι κότταβος
3. πάπ. ελαιοπιεστήριο οικιακής χρήσεως για σύνθλιψη ελαιωδών σπόρων ή καρπών, με χωριστά εξαρτήματα για τη σύνθλιψη και για την υποδοχή του λαδιού.
Greek Monotonic
θυεία: Ιων. -είη, ἡ (θύω), γουδί, κονίαμα, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
θυεία: и θυΐα ἡ ступа (ἐν θυΐᾳ ἀναμάττεσθαι Arph.).
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: mortar (Com.), also oil-press (pap.); θυεῖον id. (pap.);
Other forms: (-είη Nic. Th. 91; late also itacistic -ία, -ίη)
Dialectal forms: Myc. tuweta \/thuestas\/
Derivatives: Diminut. θυ(ε)ίδιον (Ar.); with backformation θυΐς, -ίδος f. (Damokr. ap. Gal.)? - Beside it θυέστης m. pestle (Dionys. Trag.).
Origin: IE [Indo-European] [261] *dʰuH- fly about, dash?
Etymology: Formation like ἐγχείη (: ἔγχος) a. o.; so < *θυεσ-ία as ία-deriv. from θύος burnt sacrifice (Solmsen Wortf. 250 n.); cf. the concrete words in -ία, esp. names of vases like ὑδρία, ἀντλία, in Scheller Oxytonierung 48ff. From the meaning vase for pounding the incense developed through generalization resp. specialization mortar and oil-press (the development of the meaning is rather strange). - θυεῖον like ἀγγεῖον. - The pestle, θυέσ-της (s. Chantraine Formation 312f.), was conceived quite personally. - Wrong Persson Stud. 204 n. 1 (s. Bq).
Middle Liddell
Frisk Etymology German
θυεία: {thueía}
Forms: (-είη Nik. Th. 91; spät auch itazistisch -ία, -ίη); θυεῖον ib. (Pap.);
Grammar: f.
Meaning: Mörser (Kom. usw.), auch Ölpresse (Pap.);
Derivative: Deminutivum θυ(ε)ίδιον (Ar.); daraus rückgebildet θυΐς, -ίδος f. (Damokr. ap. Gal.)? — Daneben θυέστης m. Mörserkeule (Dionys. Trag.).
Etymology : Bildung wie ἐγχείη (: ἔγχος) u. a.; somit aus *θυεσία als ία-Ableitung von θύος Räucherwerk (Solmsen Wortf. 250 A.); vgl. die Konkreta auf -ία, bes. Gefäßnamen wie ὑδρία, ἀντλία, bei Scheller Oxytonierung 48ff. Aus der Bedeutung Gefäß zum Zerstoßen des Räucherwerks erwuchsen durch Verallgemeinerung bzw. neue Spezialisierung Mörser und Ölpresse. — θυεῖον wie ἀγγεῖον. — Die Mörserkeule, θυέστης (vgl. Chantraine Formation 3 12f.), wurde rein persönlich aufgefaßt. — Verfehlt Persson Stud. 204 A. 1 (s. Bq).
Page 1,690