ἐφεστρίς

From LSJ
Revision as of 11:54, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

Οὐκ ἔστι λύπης χεῖρον ἀνθρώποις κακόν → Maerore nullum hominibus est peius malum → für Menschen gibt's kein größres Leid als Traurigkeit

Menander, Monostichoi, 414
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐφεστρίς Medium diacritics: ἐφεστρίς Low diacritics: εφεστρίς Capitals: ΕΦΕΣΤΡΙΣ
Transliteration A: ephestrís Transliteration B: ephestris Transliteration C: efestris Beta Code: e)festri/s

English (LSJ)

ίοος, ἡ, (ἐφέννυμι)

   A upper garment, wrapper, X.Smp.4.38; a philosopher's mantle, Ath.3.98a; soldier's cloak, Plu.Luc.28; πᾶσα ἡ σύγκλητος μελαίναις ἐ. χρώμενοι Hdn.4.2.3, cf. 7.11.2,3; also a woman's robe, AP9.153 (Agath.), etc.    2 χλαμὺς ἐ. Ath.5.215c.    II coverlet, Poll.6.10, 10.42, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1115] ίδος, ἡ (ἕννυμι), ein Kleid zum Ueberziehen, Oberkleid, sowohl der Männer, Plut. Lucull. 28 Ath. III, 98 a Hdn. 4, 2, 5, als der Frauen, Hel.; πάγχρυσος Agath. 61 (IX, 153); Xen. Conv. 4, 38 vergleicht die ὄροφοι im Hause damit. – Bei Sp. auch die Pferdedecke, der Sattel. Vgl. Piers. zu Moeris p. 139 ff.

Greek (Liddell-Scott)

ἐφεστρίς: -ίδος, ἡ, (ἐφέννυμι) ἐπανωφόριον, ἱμάτιον, μανδύας, Ξεν. Συμ. 4. 38· φιλοσοφικὸν τριβώνιον, Ἀθήν. 98Α· στρατιωτικὴ χλαμύς, Πλουτ. Λούκουλλ. 28· μανδύας γερουσιαστοῦ, Ἡρῳδιαν. 4. 2· ὡσαύτως, γυναικεία ἐσθής, Ἀνθ. Π. 9. 153, κτλ.· ἴδε Βεκκήρου Χαρικλ. 441 ἐν τῇ Ἀγγλ. μεταφρ. 2) χλαμὺς ἐφεστρὶς Ἀθήν. 215Β, Πολυδ. Ζ΄, 61.

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
1 vêtement de dessus;
2 sorte de casaque.
Étymologie: ἐπί, ἕννυμι.

Greek Monolingual

ἐφεστρίς, -ίδος, ἡ (ΑΜ, Μ και ἐφεστρίδα) εφέννυμι
επανωφόρι, μανδύαςπάνυ δὲ παχεῑαι ἐφεστρίδες», Ξεν.)
μσν.
σέλα
αρχ.
1. χιτώνας φιλοσόφου
2. στρατιωτική χλαμύδα («κροσσωτὴν ἐφεστρίδα», Πλούτ.)
3. μανδύας γερουσιαστή («πᾱσα ἡ σύγκλητος μελαίναις ἐφεστρίσι χρώμενοι», Ηρωδιαν.)
4. γυναικείο φόρεμα
5. (και ως επίθ.) «χλαμὺς ἐφεστρίς»
6. κάλυμμα, σκέπασμα
7. (κατά τον Ζων.) «ἐφεστρίδες
αἱ ἄγαμοι παρθένοι».

Greek Monotonic

ἐφεστρίς: -ίδος, ἡ (ἐφέννυμι), πανωφόρι, μανδύας, σε Ξεν., Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἐφεστρίς: ίδος ἡ эфестрида (род верхней одежды) Xen., Plut., Anth.

Middle Liddell

ἐφεστρίς, ίδος ἐφέννυμι
an upper garment, wrapper, Xen., Plut.