προσπαρέχω

From LSJ
Revision as of 12:25, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσπαρέχω Medium diacritics: προσπαρέχω Low diacritics: προσπαρέχω Capitals: ΠΡΟΣΠΑΡΕΧΩ
Transliteration A: prosparéchō Transliteration B: prosparechō Transliteration C: prosparecho Beta Code: prospare/xw

English (LSJ)

   A furnish, supply besides, Ἀρκάσι ναῦς Th.1.9, cf. D.C.56.40:—Med., Pl.R.437e, Lg. 808c.    II cause besides, βλάβας Hp.Art.47.

German (Pape)

[Seite 776] (s. ἔχω), noch dazu hinhalten, darreichen, τινί τι, Thuc. 1, 9; auch med., Plat. Rep. IV, 437 e; Legg. VII, 808 c; Plut. Timol. 8 u. A.

Greek (Liddell-Scott)

προσπαρέχω: παρέχω ἢ δίδω προσέτι, τι Ἱππ. π. Ἄρθρ. 814˙ Ἀρκάσι ναῦς Θουκ. 1. 9˙ οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Πλάτ. Πολ. 437Ε, Νόμ. 808C.

French (Bailly abrégé)

f. προσπαρέξω, ao.2 προσπαρέσχον, etc.
procurer en outre : τί τινι qch à qqn.
Étymologie: πρός, παρέχω.

Greek Monolingual

ΜΑ παρέχω
(το ενεργ
και το μέσ.) δίνω κάτι ακόμη σε κάποιον, του χορηγώ κάτι επιπροσθέτως («ναυσί τε πλείσταις αὐτὸς ἀφικόμενος καὶ Ἀρκάσι προσπαρασχὼν [ναῡς]», Θουκ.)
αρχ.
προξενώ σε κάποιον κάτι ακόμη, του επιφέρω επιπρόσθετη βλάβη («προσπαρέχεις βλάβας», Ιπποκρ.).

Greek Monotonic

προσπαρέχω: μέλ. -έξω, παρέχω ή προμηθεύω επιπλέον, τί τινι, σε Θουκ.· ομοίως στη Μέσ., σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

προσπαρέχω: тж. med. сверх того давать, предоставлять (τί τινι Plat., Thuc., Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-παρέχω erbij leveren:. βλάβας ἂν προσπαρέχοι het kan ook nog schade opleveren Hp. Art. 47.

Middle Liddell

fut. -έξω
to furnish or supply besides, τί τινι Thuc.; so in Mid., Plat.