μονοπρόσωπος
ἢν εὑρίσκῃ πλέω τε καὶ μέζω τὰ ἀδικήματα ἐόντα τῶν ὑπουργημάτων, οὕτω τῷ θυμῷ χρᾶται → it happens that the crimes are greater and more numerous than the services, when one gives way to anger
English (LSJ)
ον,
A with one face, Artem.2.37; adorned with one face, σκάφιον IG11(4).1308 (Delos, ii B.C.). 2 with only one front decorated, PSI5.547.29 (iii B.C.). II with one person or character, μ. ποίησις monologue, D.L.9.112: Gramm., μ. ἀντωνυμία a pronoun having reference to one person, opp. a possessive pronoun, Draco ap.A.D.Pron.17.2; but also, a pronoun having one person, e.g. ἐκεῖνος (opp. ἵ, which has corresponding first and second persons), Hdn.Gr.1.474, Sch.D.T.p.82 H. Adv. -πως in monologue form, Tz.ad Lyc.p.4 S., Proll.Hes.p.11 G.
German (Pape)
[Seite 204] nur eine Person habend, Apoll. Dysc. pron. 301. – Auch im adv., Gramm.
Greek (Liddell-Scott)
μονοπρόσωπος: -ον, ὁ ἔχων ἓν μόνον πρόσωπον, μ. θεότης Ἐκκλ.· μ. ποίησης, μονόλογος, Διογ. Λ. 2. 112· παρὰ τοῖς γραμμ., μ. ἀντωνυμία, ἀντωνυμία ἔχουσα ἓν μόνον πρόσωπον, Ἀπολλ. π. ἀντων. σ. 280, κτλ.· οὕτως ἐπιρρ. -πως, Γραμμ.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ μονοπρόσωπος, -ον)
αυτός που έχει ένα μόνο πρόσωπο («μονοπρόσωπος θεότης τριώνυμος», Μάξ. Ομολ.)
νεοελλ.
1. (για κτήρια) αυτός που έχει μία πρόσοψη («μονοπρόσωπο κτήριο»)
2. μτφ. ειλικρινής, ευθύς, έντιμος, χωρίς διπλοπροσωπία
αρχ.
1. (για την ποίηση) αυτός που μιλά σε ένα μόνο πρόσωπο, μονόλογος («μονοπρόσωπος ποίησις», Διογ. Λαέρτ.)
2. ο διακοσμημένος με ένα μόνο πρόσωπο
3. φρ. «μονοπρόσωπος ἀντωνυμία»
γραμμ. η αντωνυμία που εμφανίζεται σε ένα μόνο πρόσωπο.
επίρρ...
μονοπροσώπως (ΑΜ)
εν είδει μονολόγου, μονολογικώς, σαν μονόλογος ή όπως ο μονόλογος.
Russian (Dvoretsky)
μονοπρόσωπος:
1) написанный для одного только лица: μ. ποίησις Diog. L. монолог;
2) грам. относящийся только к одному лицу (ἀντωνυμία - напр. ἐκεῖνος).