κορυφαῖος
Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
English (LSJ)
ὁ,
A head man, chief, leader, αὐτὸς ἕκαστος βουλόμενος κ. εἶναι Hdt.3.82; τῶν ἀνδρῶν τοὺς κ. ib.159, cf. 6.23, 98, Pl.Tht.173c; οἱ κ. party-leaders, Plb.28.4.6, cf. Phld.Sto.Herc.339.11; in the Drama, leader of the chorus, ἡγεμὼν τῆς φυλῆς κ. D.21.60 codd., cf. Arist.Pol.1277a11, Posidon.15J., etc.; κ. ἑστηκώς standing at the head of the row, Ar.Pl.953. II as Adj., at the top, ὁ κ. πῖλος the apex of the Roman flamen, Plu.Marc.5; τὰ κ. τῆς νίκης the crowning fruits of... Hdn.8.3.5; κ. τέλος τῶν πραγμάτων Id.7.5.2; τοῦ λαμπροῦ -αῖον (sc. αἴτιον) Phld.Po.2.41. 2 epith. of Zeus, CIG4458.4 (Seleucia in Pieria); of the Roman Jupiter Capitolinus, Paus.2.4.5: Sup. κορυφαιότατος in later Gr., κ. ἀρχαί CIG3885 (Eumeneia), cf. Plu.2.1115b, Luc.Sol.5, Hist.Conscr.34.
Greek (Liddell-Scott)
κορῠφαῖος: ὁ, (κορυφὴ) ὁ πρῶτος, ὁ ἀρχηγός, αὐτὸς ἕκαστος βουλόμενος κ. εἶναι Ἡρόδ. 3. 82· τῶν ἀνδρῶν τοὺς κ. αὐτόθι 159, πρβλ. 6. 23, 98, πρβλ. Πλάτ. Θεαίτ. 173C· οἱ κορυφαῖοι, φατριῶν, Πολύβ. 28. 4, 6· ― ἐν τῷ Ἀττ. δράματι, ὁ ἡγεμὼν ἢ πρῶτος τοῦ χοροῦ, ἡγεμὼν τῆς φυλῆς κορυφαῖος Δημ. 533. 25, πρβλ. Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 4, 6, Ποσειδών. παρ’ Ἀθην. 152Β, κτλ.· κ. ἑστηκώς, ὁ ἱστάμενος πρῶτος ὥσπερ ὁ ἐν τῷ χορῷ κορυφαῖος, Ἀριστοφ. Πλ. 953. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., ὁ ἐπὶ κορυφῆς, ὁ κ. πῖλος ἡ κορωνὶς ἢ apex, Ρωμαίου στεφανηφόρου ἱερέως (flamen), Πλουτ. Μάρκελλ. 5· τὰ κ. τῆς νίκης, οἱ ἐξοχώτατοι καρποὶ..., Ἡρῳδιαν. 8. 3· κ. τέλος τῶν πραγμάτων ὁ αὐτ. 7. 5. 2) ἐπίθ. τοῦ Διός, παρὰ Ρωμαίοις Jupiter Capitolinus, Παυσ. 2. 4. 5, Συλλογ. Ἐπιγρ. 4458. 4. ― Παρὰ μεταγενεστέροις συγγραφεῦσιν ἔχομεν ὑπερθ. κορυφαιότατος, Συλλογ. Ἐπιγρ. 3885, 2. 1115Β, Λουκ. Σολοικιστ. 5, Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 34· ἴδε Λοβ. Φρύν. 69.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
1 qui occupe le sommet ou la première place ; subst. ὁ κορυφαῖος le chef ; particul. le chef d’un chœur, le coryphée;
2 surmonté d’une houppe : ὁ κορυφαῖος πῖλος PLUT le bonnet à houppe (des flamines, lat. apex);
Sp. κορυφαιότατος.
Étymologie: κορυφή.
Greek Monolingual
-α, -ο (ΑM κορυφαῑος, -αία, -ον)
1. αυτός που βρίσκεται στο ανώτατο σημείο, στην κορυφή
2. ο ανώτατος, ο άριστος, αυτός που υπερέχει, ο πρώτος (α. «ο κορυφαίος τών γιατρών» β. «τῶν ἀνδρῶν τοὺς κορυφαίους ἀνεσκολόπισε», Ηρόδ.)
3. (στο αρχαίο ελλ. θέατρο) το αρσ. και θηλ. ως ουσ. αυτός που οδηγούσε τον χορό, ο πρώτος του χορού («ὥσπερ οὐδὲ τῶν χορευτῶν κορυφαίου καὶ παραστάτου», Αριστοτ.)
4. το θηλ. ως ουσ. το πάνω μέρος του χαλινού, η κεφαλαριά («πῶς δέχεται τὸν χαλινόν, πῶς δὲ περὶ τὰ ὦτα τὴν κορυφαίαν», Ξεν.)
5. το ουδ. ως ουσ. το κορυφαίο(ν)
το ανώτερο οριζόντιο δοκάρι της στέγης, ο κορφιάς
νεοελλ.
1. το αρσ. ως ουσ. μουσ. ο πρώτος βιολιστής της ορχήστρας
2. φρ. α) «κορυφαία δοκός» — ο κορφιάς
β) «κορυφαία ιστίου»
ναυτ. η άνω οριζόντια πλευρά τετράγωνου ιστίου από την οποία αυτό προσδένεται στην κεραία ή η λοξή πλευρά τριγωνικού ή τραπεζοειδούς ιστίου με την οποία αυτό στερεώνεται ως ανάδρομο
γ) «κορυφαία ακτής» — η νοητή καμπύλη στην οποία καταλήγει προς τα άνω η διατομή μιας ακτής
δ) «κορυφαία ορθοδρομίας»
ναυτ. το σημείο της καμπύλης ορθοδρομικής πλεύσης πάνω στον χάρτη το οποίο παρουσιάζει το μεγαλύτερο γεωγραφικό πλάτος όταν και το αρχικό και το τελικό στίγμα του πλοίου έχουν το ίδιο γεωγραφικό πλάτος
μσν.-αρχ.
το αρσ. ως ουσ. ο επικεφαλής
αρχ.
1. το αρσ. ως ουσ. α) επίσκοπος β) προσωνυμία του Διός
2. το θηλ. ως ουσ. α) τούφα στην κορυφή του κεφαλιού
β) (στην Επίδαυρο) προσωνυμία της Αρτέμιδος
3. το ουδ. ως ουσ. α) το ανώτατο άκρο κυνηγετικού διχτιού
β) αρχιτ. (για το τύμπανο) το κεντρικό μέρος
γ) στον πληθ. τὰ κορυφαῑα
τα μέρη γύρω από το κεφάλι θυσιασμένου ζώου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κορυφή + επίθημα -αῖος (πρβλ. ακρ-αίος, πηγ-αίος)].
Greek Monotonic
κορῠφαῖος: ὁ (κορυφή),
I. αρχηγός, κύριος, αφέντης, σε Ηρόδ. κ.λπ.· στο Αττ. δράμα, ο κορυφαίος του Χορού, σε Δημ.· κ. ἑστηκώς, αυτός που κάθεται στην κεφαλή της σειράς, σε Αριστοφ.
II. ως επίθ., αυτός που βρίσκεται στην κορυφή, ὁ κ. πῖλος, η κορωνίδα του Ρωμαίου στεφανηφόρου ιερέα, σε Πλούτ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κορυφαῖος -α -ον [κορυφή] top-, belangrijkste:; δύο μὲν ταῦτα κορυφαιότατα οἴκοθεν ἔχοντα ἥκειν dat hij (de historicus) van huis uit is uitgerust met deze twee allerbelangrijkste kwaliteiten Luc. 59.34; subst.: ὁ κορυφᾶιος hoofdman; spec. koorleider. in een punt uitlopend:. ὁ κ. πῖλος puntmuts (van Romeinse priesters) Plut. Marc. 5.5.
Russian (Dvoretsky)
κορῠφαῖος: II ὁ
1) предводитель, вождь, глава (τῶν ἀνδρῶν Her.; περιπατητικῶν ὁ κορυφαιότατος Plut.);
2) театр. начальник, руководитель (τῶν χορευτῶν Arst.).
верхний, крайний: ὁ κ. πῖλος Plut. (лат. apex) шапка жрецов-фламинов (с апексом наверху).
Middle Liddell
κορῠφαῖος, ὁ, κορυφή
I. the head man, chief man, leader, Hdt., etc.:—in the attic Drama, the leader of the chorus, Dem.; κ. ἑστηκώς standing at the head of the row, Ar.
II. as adj. at the top, ὁ κ. πῖλος the apex, of the Roman flamen, Plut.