ἐκμαγεῖον

From LSJ
Revision as of 19:45, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκμᾰγεῖον Medium diacritics: ἐκμαγεῖον Low diacritics: εκμαγείον Capitals: ΕΚΜΑΓΕΙΟΝ
Transliteration A: ekmageîon Transliteration B: ekmageion Transliteration C: ekmageion Beta Code: e)kmagei=on

English (LSJ)

τό, (ἐκμάσσω)

   A napkin, Pl.Ti.72c, Meyer Ostr.62.5 (ii B.C.).    2 that which wipes off, gets rid of, αἵματος μέλανος, of the spleen, Aret.SD1.15; rough towel, Archig. ap. Gal.12.621, Paul.Aeg. 1.57.    II that on or in which an impression is made, κήρινον ἐ. lump of wax, Pl.Tht.191c, cf. 196a; of matter (φύσις) as a recipient of impressions, Id.Ti.50c, Arist.Metaph.988a1; [σῶμα] ἐ. αὐτῆς τῆς γενέσεως Ocell.2.3.    2 impress, mould, Pl.Tht.194d, 194e, Ph.1.279: metaph., ἐκμαγεῖον πέτρης impress of the rocks, of a fisherman who is always wandering over them, AP6.193 (Flacc.).    3 model, Pl. Lg.800b, 801d; μηχανῆς Procop.Aed.2.3.

German (Pape)

[Seite 768] τό, 1) die Masse, worin Etwas abgedrückt wird, Wachs, Gyps u. dergl., κήρινον Plat. Theaet. 191 c 196 a, vgl. Tim. 50 c; der Abdruck selbst, das Abbild, Theaet. 194 e u. 80. Auch = Urbild, νόμος καὶ τύπος ἐκμαγεῖόν τε Plat. Legg. VII, 801 d. – Flacc. 4 (VI, 193) nennt den an den Klippen sich herumtreibenden Fischer ἐκμαγεῖον πέτρης. – 2) Das, woran man sich abwischt, Handtuch, Plat. Tim. 72 c; Poll. 6, 93; Schol.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκμᾰγεῖον: τό, (ἐκμάσσω) ὡς τὸ χειρόμακτρον, «πετσέτα», Πλάτ. Τίμ. 72C. ΙΙ. τὸ πρᾶγμα, ἐφ’ οὗ ἢ ἐν ᾧ ἐκτυποῦταί τι, κήρινον ἐκμ. Πλάτ. Θεαίτ. 191C, πρβλ. 196Α· ἐπὶ τῆς ὕλης ὡς δεχομένης ἀποτυπώματα, ὁ αὐτ. Τίμ. 50C: - καθόλου, ὁ δεχόμενός τι, τινος Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 13. 2) τὸ ἀποτύπωμα, ὁμοίωμα, εἰκών, Πλάτ. Θεαιτ. 194D, Ε, Ἀριστ. Μεταφ. 1. 6, 7· - μεταφ., ἐκμαγεῖον πέτρης, πανομοιότυπον πέτρας, βράχου, ἀπὶ ἁλιέως ἀείποτε ἐπὶ τῶν βράχων περιπλανωμένου, Ἀνθ. Π. 6. 193. 3) ἐκμαγεῖον, πρόπλασμα, Πλάτ. Νόμ. 800Β, 801D.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
1 toute matière molle propre à recevoir une empreinte ; t. de philos. matière (ὕλη) qui reçoit les impressions;
2 empreinte;
3 ce qui sert à modeler une empreinte, sceau;
4 ce qui sert à essuyer.
Étymologie: ἐκμάσσω.

Spanish (DGE)

(ἐκμᾰγεῖον) -ου, τό
A rel. ‘moldear’, ‘marcar’
I sent. pas.
1 como concepto filosófico materia u objeto moldeable κήρινον ἐ. pella o masa de cera en la que se graban las sensaciones, dicho de ψυχή Pl.Tht.191c, cf. Ph.1.498, Plu.2.672e, τόπον εἰδῶν ... καὶ τῶν νοητῶν οἷον ἐ. Plu.2.374f, dicho de la φύσις Pl.Ti.50c, cf. Ocell.20, Alcin.162.30, Plu.2.882c, ἐ. τὸ σῶμά σου νόμιζε τῆς ψυχῆς considera tu cuerpo objeto en el que se marca tu alma Sext.Sent.346, del alma τοῦ ἀληθινοῦ φωτὸς ἐ. Gr.Nyss.Hom.in Cant.68.8.
2 marca, impronta, reproducción seriada, copia ἐκμαγεῖα μικρά figurillas de molde, e.d. en serie Plu.2.335e, σφραγῖδος μιᾶς ἐκμαγεῖα γίνεσθαι πολλά (al igual que) de un único sello se producen múltiples improntas Ar.Did.1, de los descendientes de una familia ἐκμαγεῖα ... ἀπὸ τῶν προπατόρων Gr.Nyss.Res.269.12
cuño en las monedas τὰ ἐκμαγεῖα τὰ μελαινόμενα Chrys.M.62.538, σφᾶς αὐτοὺς ἐκμαγεῖα τῆς ἐκείνου πολιτείας δεικνύντες Thdt.HE 5.6.13.
3 representación gráfica, imagen o efigie reproducida τῆς τοῦ ὀνείρου μηχανῆς τὸ ἐ. Procop.Aed.2.3.10, de la imagen en el espejo τὰ ... κάτοπτρα καὶ τὰ ἐκμαγεῖα Phlp.in de An.437.23, cf. Eust.1857.14
fig. c. gen. el ser marcado, moldeado τὸ πέτρης ἁλιπλῆγος ἐ. el ser marcado por la roca batida por el mar dicho de un buzo AP 6.193.3 (Stat.Flacc.).
4 fil. impresión, plasmación mental οἱ δὲ δὴ λάσιον ... ἔχοντες ἀσαφῆ τὰ ἐκμαγεῖα ἴσχουσιν los que lo tienen (el corazón) velludo retienen impresiones poco nítidas Pl.Tht.194e, cf. d, Poll.9.130, ἀληθῆ τῶν ὄντων ἐκμαγεῖα Synes.Insomn.10, cf. 4.
II sent. act.
1 matriz, molde, cuño como concepto ἐκμαγεῖ' ἄττ' αὐτοῖσιν ... πλάσασθαι τῷ λόγῳ moldear con palabras unos modelos para estas cosas Pl.Lg.800b, διὰ τὸ τοὺς ἀριθμοὺς ... ἐξ αὐτῆς (τῆς δυάδος) γεννᾶσθαι ὥσπερ ἔκ τινος ἐκμαγείου Arist.Metaph.987b35, del sofista Libanio ἐ. παντοδαπῶν ἠθῶν καὶ ποικίλων Eun.VS 495
concr. τὰ ἐκμαγεῖα (τῶν βαλαναγρῶν) Polyaen.2.36, τὰ ἐκμαγεῖα καὶ οἱ τύποι πάντα τὰ ἐναρμοσθέντα αὐτοῖς ὅμοια ποιοῦσιν Alex.Aphr.in Metaph.57.6, ἐν ἐκμαγείῳ σφραγῖδος τῷ ἐντεθέντι κηρῷ τὸ ... εἶδος περιτυποῦται con el cuño de un sello la imagen es estampada en la cera que recibe la impresión Gr.Nyss.Fat.39.4.
2 en lit. jud.-crist. prefiguración, representación en exég. del AT ἀκριβοῦς ἐκμαγείου τρανὸν τύπον ἔχοντος del Creador y la criatura, Ph.1.16, ὁ χιτὼν ... ἐστὶν ὑακίνθινος, ἀέρος ἐ. Ph.2.153
esp. en la exég. tipológica Χριστοῦ ... ἐ. ὁ ἱερεύς Cyr.Al.M.68.881B, τὸ ἐ. τοῦ ἀρχετύπου κάλλους tb. de Cristo, Gr.Naz.M.36.325B, ἦν ... τῆς ἀνωτάτω δόξης τὸ ἐ. ... ὁ ἄνθρωπος Cyr.Al.M.69.20C, del cristiano ἐ. ἄνωθεν ... τῆς πρωτοτύπου μορφῆς Nil.M.79.1024B, τὸ ἐ. τοῦ παντὸς κόσμου dicho del tabernáculo, Cosm.Ind.Top.argumen.6.
B rel. ‘enjugar’, ‘limpiar’
1 paño para enjugar, pañuelo, toalla, CPS 259.5, UPZ 83.7 (ambos II a.C.), αἱ πυρίαι ... αἵ τε ... διὰ λιπαρῶν ἐκμαγείων Archig. en Gal.12.621, cf. Paul.Aeg.1.57, Dam.Isid.52, παράδοξον ἐ. τῶν ἐμῶν ποδῶν τοὺς πλοκάμους αὐτῆς ἐποίησε Chrys.M.61.732.
2 medic. órgano purificador ref. al bazo οἷον κατόπτρῳ παρεσκευασμένον ... ἐ. Pl.Ti.72c, ἐ. ἐστιν αἵματος μέλανος (ὁ σπλήν) Aret.SD 1.15.3
fig., sent. moral o relig. ἐ. τῶν σῶν ἐστι κακῶν de la limosna, Chrys.M.62.574.

Greek Monotonic

ἐκμᾰγεῖον: τό (ἐκμάσσω), εκείνο πάνω στο οποίο ή μέσα στο οποίο είναι τυπωμένο κάτι· επίσης, τύπωση, αποτύπωμα, μήτρα, καλούπι, σε Πλάτ.· μεταφ., ἐκμαγεῖον πέτρης, ομοίωμα βράχου, λέγεται για ψαρά που βρίσκεται πάντα πάνω στους βράχους, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἐκμᾰγεῖον: τό
1) пластическая масса (γεννᾶσθαι ὥσπερ ἔκ τινος ἐκμαγείου Arst.): ἐ. κήρινον Plat. восковая масса;
2) отпечаток, оттиск (ἀσαφές Plat.; ὥσπερ ἐ. ἢ κάτοπτρον Plut.): ἐ. πέτρης Anth. каменное изваяние;
3) тряпка для вытирания или губка (κατόπτρῳ παρεσκευασμένον ἐ. Plat.).

Middle Liddell

ἐκμᾰγεῖον, ου, τό, ἐκμάσσω
that on or in which an impression is made: also the impression made, an impress, mould, Plat.:—metaph., ἐκμαγεῖον πέτρης counterfeit of rock, of a fisherman who is always on them, Anth.