στραγγός

From LSJ
Revision as of 12:15, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Τίς, ξένος ὦ ναυηγέ; Λεόντιχος ἐνθάδε νεκρὸν εὗρέ σ᾿ ἐπ᾿ αἰγιαλοῦ, χῶσε δὲ τῷδε τάφῳ, δακρύσας ἐπίκηρον ἑὸν βίον· οὐδὲ γὰρ αὐτὸς ἥσυχος, αἰθυίῃ δ᾿ ἶσα θαλασσοπορεῖ. → Who art thou, shipwrecked stranger? Leontichus found thee here dead on the beach, and buried thee in this tomb, weeping for his own uncertain life; for he also rests not, but travels over the sea like a gull.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στραγγός Medium diacritics: στραγγός Low diacritics: στραγγός Capitals: ΣΤΡΑΓΓΟΣ
Transliteration A: strangós Transliteration B: strangos Transliteration C: straggos Beta Code: straggo/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A twisted, crooked, Hsch., Phot., Suid.    II complicated, irregular, πυρετοί Ruf. ap. Orib.8.24.30: Comp., αἱ μονοπάθειαι τῶν ὀφθαλμῶν -ότεραί εἰσιν more violent or serious, Cass.Pr. 14.    2 shameless, Phot., Suid.    III (στράγξ) flowing drop by drop, κάθαρσις Sor.1.2, al.: Comp., Antyll. ap. Orib.8.6.6, Sor.1.27. Adv. -γῶς, καθαίρεσθαι ib.31.—In Hsch., Phot., Suid. written στραγός; in cod. Sor. στραγκός: Comp. στραγώτερος Antyll. ap. Orib.l.c., Phot. (-ότερος Suid.).

German (Pape)

[Seite 950] gedreht, gewunden, krumm, auch στραγός geschrieben, VLL., die στρεβλός, ἄτακτος erkl., auch δύσκολος, ἀναιδής.

Greek (Liddell-Scott)

στραγγός: -ή, -όν, (ἴδε στράγξ), συνεστραμμένος, σκολιός, διεστραμμένος, Φώτ. «στρεβλός, ἄτακτος» Ἡσύχ., Σουΐδ. ΙΙ. μεταφορ., συνεστραμμένος, πολύπλοκος, ἀνώμαλος, Ἰατρ. 2) ἀναιδής, Βασίλ. - Ἐν τοῖς Ἀντιγράφ. ἐνίοτε φέρεται ἡμαρτημένως στραγός.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
exprimé goutte à goutte, qui coule lentement, lent.
Étymologie: στράγξ.

Greek Monolingual

και στραγός, -ή, -όν, ΜΑ στράγξ, -γγός]
1. στριμμένος, συνεστραμμένος
2. ακανόνιστος, ασταθής («στραγγοὶ πυρετοί»)
3. (για πρόσ.) αναιδής
4. αυτός που ρέει αργά, σταγόνα σταγόνα
5. (για πάθηση) σοβαρός («αἱ μονοπάθειαι τῶν ὀφθαλμῶν στραγγότεραί εἰσιν», Κασσ. Πρ.).
επίρρ...
στραγγῶς Α
στάγδην, σταγόνα σταγόνα.