φατίζω
Πονηρὸν ἄνδρα μηδέποτε ποιοῦ φίλον (μηδέπω κτήσῃ φίλον) → Tibi numquam amicum facito moratum male → Nimm niemals einen schlechten Mann zum Freunde dir
English (LSJ)
Ion. and Dor. Verb, used also in Trag.,
A tell of, διακοσμον Parm.8.60; ἐφάτισαν [τὰ γράμματα] . . Φοινικήϊα κεκλῆσθαι they spoke of them by the name of Phoenician, Hdt.5.58; οὐδὲν ἀναύδατον φατίσαιμ' ἄν S.Aj.715 (lyr.); generally, say, φατίζω πάλιν ἀγάλλευ Dius ap.Stob.4.21.17, cf. Hsch.; make a statement in court, PGrenf. 2.78.22 (iv A. D.):—Pass., to be expressed, πεφατισμένον ἐστίν Parm. 8.35; to be said to do, c. inf., A.R.1.24, Eus.Mynd.63; τὸ φατιζόμενον as the saying is, S.OC139 (lyr.); κατὰ τὰ φατιζόμενα Eus. Mynd. l. c. II promise, engage, betroth, παῖδά τινι E.IA135 (anap.):— Pass., ἐμὴ φατισθεῖσα my promised bride, ib.936. III Pass., to be called, named, Ἱερὴ δὲ φατίζεται A.R.1.1019; πεφάτισται Call. Jov.39, A.R.4.658, Nic.Fr.74.30; Θέμις φατίζεται παρὰ τοῖς οὐρανίοις θεοῖς, Δίκα δὲ παρὰ τοῖς χθονίοις Theag. ap. Stob.3.1.117.
German (Pape)
[Seite 1258] sagen, sprechen, reden; κοὐδὲν ἀναύδατον φατίσαιμ' ἄν Soph. Ai. 702, mss. φατίξαιμ'; τὸ φατιζόμενον O. C. 138; ein Gerede, Gerücht verbreiten, Her. 5, 58; zusagen, verloben, Eur. I. A. 135, u. pass. φατισθεῖσα 936; – nennen, Ap. Rh. 4, 656; Opp. Hal. 1, 638; – φατίζεται εὐνηθεῖσα τεκέσθαι Ap. Rh. 1, 24.
Greek (Liddell-Scott)
φᾰτίζω: μέλλ. -ίσω, Δωρ. -ίξω, ἀόρ. ἐφάτισα· ― Παθ., ἀόρ. ἐφατίσθην· πρκμ. πεφάτισμαι· ― ἀρχαῖον Ἰων. ῥῆμ., ἐν χρήσει καὶ παρὰ τοῖς Τραγ., λέγω, ἀγγέλλω, διαφημίζω, ὁρίζω, ἐφάτισαν [τὰ γράμματα]… Φοινικήια κεκλῆσθαι, εἶπον ἢ ὥρισαν [τὰ γράμματα ταῦτα] νὰ καλῶνται Φοινικήϊα, Ἡρόδ. 5. 58· οὐδὲν ἀναύδατον φατίσαιμ’ ἂν Σοφ. Αἴ. 715. ― Παθ., φατίζεται εὐνηθεῖσα, λέγεται, διαφημίζεται ὅτι συνευνασθεῖσα…, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 24· τὸ φατιζόμενον, τὸ λεγόμενον, διαφημιζόμενον, Σοφ. Οἰδ. Κολ. 139· πρβλ. λέγω Γ. ΙΙ. ΙΙ. ὑπισχνοῦμαι, ἀρραβωνίζω, μνηστεύω, τὴν παῖδά τινι Εὐρ. Ἰφ. ἐν Αὐλ. 135. ― Παθ., ἐμὴ φατισθεῖσα, ἡ εἰς ἐμὲ ὑπεσχημένη, ἀρραβωνισθεῖσα, αὐτόθι 936. ΙΙΙ. καλῶ, ὀνομάζω, Δῖος παρὰ Στοβ. 409, 16. ― Παθ., Ἱερὴ δὲ φατίζεται Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1019· πεφάτισται Καλλ. εἰς Δία 39, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 658· ἐν ᾧ πεφατισμένον ἐστὶ Παρμεν. 94· πρβλ. τὸ νοῦ Ἡσύχ. «φατίζει· λέγει χωρίζει».
French (Bailly abrégé)
f. φατίσω, ao. ἐφάτισα, pf. inus.
Pass. ao. ἐφατίσθην, pf. πεφάτισμαι;
1 dire, déclarer : τὸ φατιζόμενον SOPH comme on dit;
2 promettre en mariage, fiancer : τὴν παῖδά τινι EUR sa fille à qqn ; Pass. ἐμὴ φατισθεῖσα EUR la fiancée qui m’a été promise, ma fiancée.
Étymologie: φάτις.
Greek Monolingual
Α φάτις
1. ομιλώ, λέγω
2. διαφημίζω, διαδίδω
3. μνηστεύω, αρραβωνιάζω («ἐμὴ φατισθεῑσα» — η αρραβωνιαστικιά μου, Ευρ.)
4. καλώ, ονομάζω («ὅσα... μαλάκεια φατίζεται», Οππ.)
5. (σχετικά με δικαστήριο) καταθέτω.
Greek Monotonic
φᾰτίζω: μέλ. -ίσω, Δωρ. -ίζω, αόρ. ἐφάτισα — Παθ., αόρ. αʹ ἐφατίσθην, παρακ. πεφάτισμαι·
I. λέω, μιλώ, αναφέρω, ἐφάτισαν (τὰ γράμματα) Φοινικήϊα κεκλῆσθαι, αποκάλεσαν τα γράμματα με το όνομα των Φοινίκων, σε Ηρόδ. — Παθ., τὸ φατιζόμενον, το λεγόμενο, σε Σοφ.
II. υπόσχομαι, αρραβωνιάζω, μνηστεύω, τὴν παῖδά τινι, σε Ευρ. — Παθ., ἐμὴ φατισθεῖσα, η λογοδοσμένη σε μένα νύφη, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
φᾰτίζω:
1) говорить: τὸ φατιζόμενον Soph. как говорится;
2) называть, именовать Her.: οὐδὲν ἀναύδατον φατίσαιμ᾽ ἄν Soph. ничего (уже) не назову я неслыханным;
3) обещать в жены (τὴν παῖδά τινι Eur.): φατισθεῖσα Eur. нареченная.
Middle Liddell
φᾰτίζω,
I. to say, speak, report, ἐφάτισαν [τὰ γράμματα] Φοινικήια κεκλῆσθαι they spoke of them by the name of Phoenician, Hdt.:—Pass., τὸ φατιζόμενον as the saying is, Soph.
II. to promise, engage, betroth, τὴν παῖδά τινι Eur.:— Pass., ἐμὴ φατισθεῖσα my promised bride, Eur.