παρέρπω

From LSJ
Revision as of 13:41, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρέρπω Medium diacritics: παρέρπω Low diacritics: παρέρπω Capitals: ΠΑΡΕΡΠΩ
Transliteration A: parérpō Transliteration B: parerpō Transliteration C: parerpo Beta Code: pare/rpw

English (LSJ)

   A creep secretly up to, Theoc.15.48 : aor. 1 παρείρπῠσα creep in, Ar.Ec. 511 ; of an orator, creep forward (to speak), ib.398.    II Dor. = παριέναι, ἐς τῶ Ῥιττηνίω Schwyzer177.8(Crete, V B.C.); ἐν τὸ ἱερόν IG 5(2).514.3(Lycosura, ii B. C.) : aor. subj. παρένθῃ, inf.παρενθεῖν, ib.8, Theoc.15.60 ; μηδὲ παρερπέτω μηθεὶς ἀμύητος εἰς τὸν τόπον IG5(1).1390.36 (Andania, i B. C.); appear in public, Dialex.2.9.    2pass by, APl.1.11 (Hermocr.), Epigr.Gr.195 (Crete).

German (Pape)

[Seite 518] (ἕρπω), = παρερπύζω, Theocr. 15, 47 u. Sp, nur praes. u. imperf.

Greek (Liddell-Scott)

παρέρπω: καὶ παρερπύζω, ἕρπω κρυφίως, Θεόκρ. 15.48· οὕτως ἐν τῷ ἀορ. α΄ παρείρπῠσα Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 511. 2) κωμικ. ἀντὶ παριέναι (ἴδε πάρειμι IV. 2), ἐπὶ ῥήτορος, προβαίνω (ὅπως ὁμιλήσω), αὐτόθ. 398. ΙΙ. παρέρχομαι, Ἀνθολ. Πλαν. 4. 11, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 195.

French (Bailly abrégé)

1 se glisser furtivement;
2 passer le long de ou au delà de, acc..
Étymologie: παρά, ἕρπω.

Greek Monolingual

και παρερπύζω Α
1. έρπω κρυφά, γλιστρώ
2. (για ρήτορα) (στον Αριστοφ.) παρουσιάζομαι μπροστά προκειμένου να μιλήσω
3. (στους Δωριείς) πλησιάζω κάπου («παρέρπειν ἐν τὸ ἱερόν», επιγρ.)
4. εμφανίζομαι δημοσίως.

Greek Monotonic

παρέρπω: μέλ. -ψω,
I. σύρω κρυφά, σε Θεόκρ.
II. παρέρχομαι, σε Ανθ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρ-έρπω ongemerkt binnensluipen.

Russian (Dvoretsky)

παρέρπω: (только praes. и impf.) Theocr. = παρερπύζω.

Middle Liddell

fut. ψω
I. to creep secretly up to, Theocr.
II. to pass by, Anth.