περισταυρόω
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
English (LSJ)
A fence about with, palisade, τινὰς δένδρεσιν Th.2.75 :— Pass., αἱ οἰκίαι κύκλῳ περιεσταύρωντο X.An.7.4.14 :—Med., περισταυρωσάμενοι having entrenched themselves, Id.HG3.2.2.
German (Pape)
[Seite 593] mit Pallisaden rings versehen, befestigen, Thuc. 2, 75 u. A. – Med., Xen. Hell. 3, 2, 2.
Greek (Liddell-Scott)
περισταυρόω: ὀχυρώνω ὁλόγυρα διὰ σταυρωμάτων καὶ τάφρου, περιφράττω μὲ «παλούκια», Θουκ. 2. 75· ― Παθ., αἱ οἰκίαι κύκλῳ περιεσταύρωντο Ξεν. Ἀνάβ. 7. 4, 14· ― Μέσ., περισταυρωσάμενοι, περιχαρακωθέντες, ὀχυρωθέντες, ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλην. 3. 2, 2.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
entourer de pieux ou d’une palissade, acc.;
Moy. περισταυρόομαι-οῦμαι m. sign.
Étymologie: περί, σταυρόω.
Greek Monotonic
περισταυρόω: μέλ. -ώσω, περιφράζω ολόγυρα με πασσάλους, οχυρώνω, σε Θουκ. — Μέσ., περισταυρωσάμενοι, οχυρωμένοι, σε Ξεν.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περι-σταυρόω omheinen; med. zich verschansen.
Russian (Dvoretsky)
περισταυρόω: окружать частоколом, огораживать (τι δένδροις Thuc.; αἱ οἰκίαι κύκλῳ περιεσταύρωντο σταυροῖς Xen.): στρατοπεδευσάμενοι καὶ περισταυρωσάμενοι Xen. расположившись лагерем и окружив себя частоколом.
Middle Liddell
fut. ώσω
to fence about with a palisade, to entrench, Thuc.:—Mid., περισταυρωσάμενοι having entrenched themselves, Xen.