ἀποστερητικός

From LSJ
Revision as of 15:04, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

ἅπανθ' ὁ μακρὸς κἀναρίθμητος χρόνος φύει τ' ἄδηλα καὶ φανέντα κρύπτεται· κοὐκ ἔστ' ἄελπτον οὐδέν, ἀλλ' ἁλίσκεται χὠ δεινὸς ὅρκος χαἰ περισκελεῖς φρένες. → Long, unmeasurable Time brings to light everything unseen and hides what has been apparent. Nothing is beyond hope; even the fearsome oath and the most stubborn will is overcome. | All things long and countless time brings to birth in darkness and covers after they have been revealed! Nothing is beyond expectation; the dread oath and the unflinching purpose can be overcome.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποστερητικός Medium diacritics: ἀποστερητικός Low diacritics: αποστερητικός Capitals: ΑΠΟΣΤΕΡΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: aposterētikós Transliteration B: aposterētikos Transliteration C: aposteritikos Beta Code: a)posterhtiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A of or for withholding by fraud, γνώμη ἀ. τόκου a device for cheating one of his interest, Ar.Nu.747, cf. 728.

German (Pape)

[Seite 327] beraubend, betrügend, νοῦς Ar. Nub. 718. 737.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποστερητικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ κατάλληλος εἰς ἀποστέρησιν, εἰς κατάχρησιν χρημάτων ἢ κτημάτων, εἰς κλοπήν, γνώμη ἀπ. τόκου, ἐπινόησις ὅπως μὴ ἀποτίνῃ τις τὸν ὀφειλόμενον τόκον, Ἀριστοφ. Νεφ. 747, πρβλ. 728: - οὕτω, γνώμη ἀποστερητρὶς αὐτόθι 730.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
enclin à dépouiller, à voler.
Étymologie: ἀποστερέω.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
que priva mediante fraude τόκου γνώμην ἀποστερητικήν plan para privar a uno de su interés Ar.Nu.747.

Greek Monolingual

ἀποστερητικός, ή, -όν (Α)
αυτός που αποστερεί κάτι από κάποιον.

Greek Monotonic

ἀποστερητικός: -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή είναι κατάλληλος για υπεξαίρεση ή εξαπάτηση· γνώμη ἀποστερητική τόκου, επινόηση που αποσκοπεί στην εξαπάτηση και την παρακράτηση του οφειλόμενου τόκου απ' αυτόν στον οποίο πρέπει να αποδοθεί, σε Αριστοφ.· ομοίως, θηλ. ἀποστερητρίς, -ίδος, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀποστερητικός: воровской, коварный, хитрый (νοῦς, γνώμη Arph.).

Middle Liddell

[From ἀποστερέω
of or for cheating, γνώμη ἀπ. τόκου a device for cheating one of his interest, Ar.; so fem. ἀποστερητρίς.