πεδοστιβής

From LSJ
Revision as of 15:56, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Πεδοστῐβής Medium diacritics: πεδοστιβής Low diacritics: πεδοστιβής Capitals: ΠΕΔΟΣΤΙΒΗΣ
Transliteration A: pedostibḗs Transliteration B: pedostibēs Transliteration C: pedostivis Beta Code: *pedostibh/s

English (LSJ)

ές,

   A earth-treading, opp. πτεροῦς, A.Supp.1000 ; ὄχος, πούς, E. Med.1123, Hel.1516 ; ηὕδομεν πεδοστιβεῖς Id.Rh.763 (s.v.l.).    2 on foot, opp. ἱππηλάτης, λεώς A.Pers.127 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 542] ές, den Boden betretend; λεώς, im Ggstz der Reiter, Aesch. Pers. 125; κνώδαλα, im Ggstz der πτεροῦντα, der Vögel, Suppl. 978; ὄχος, Eur. Med. 1123, auf dem Lande; πούς, Hel. 1532; auch εὕδομεν πεδοστιβεῖς, auf der Erde, Rhes. 763; sp. D.

Greek (Liddell-Scott)

πεδοστῐβής: -ές, ὁ πατῶν τὴν γῆν, ἀντίθετον τῷ πτεροῦς, Αἰσχ. Ἱκέτ. 1000· ὄχος, ποὺς Εὐρ. Μήδ. 1123, Ἑλ. 1516· εὕδειν π. ὁ αὐτ. ἐν Ρήσ. 763· - πεζὸς, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἱππηλάτης, Αἰσχύλ. Πέρσ. 127.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui foule le sol, qui marche sur le sol.
Étymologie: πέδον, στείβω.

Greek Monolingual

-ές, Α
1. αυτός που βαδίζει πάνω στη γη, που πατά τη γη
2. ο πεζός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέδον «έδαφος» + -στιβής (< στίβος < στείβω «πατώ, βαδίζω»), πρβλ. ηλιο-στιβής].

Greek Monotonic

πεδοστῐβής: -ές (στιβεῖν), αυτός που πατά στη γη, σε Ευρ.· πεζό, αντίθ. προς το ἱππηλάτης, σε Αισχύλ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πεδοστιβής -ές [πέδον, στείβω] over de aarde lopend. te voet.

Russian (Dvoretsky)

πεδοστῐβής:
1) идущий по земле, сухопутный (ὄχος Eur.);
2) пеший (λεώς Aesch.): πεδοστιβεῖ ποδί Eur. пешком по земле;
3) наземный (κνώδαλα Aesch.): εὕδομεν πεδοστιβεῖς Eur. мы спим на земле.

Middle Liddell

πεδο-στῐβής, ές στιβεῖν
earth-treading, Eur.:— on foot, opp. to ἱππηλάτης, Aesch.