ἐνθαλασσεύω
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
English (LSJ)
Att. ἐνθαλαττεύω,
A live at sea, Ael.NA9.63; to be at sea, Longus 2.12; πρὸς ἐναντία πνεύματα νῆες -εύουσαι Ph.1.287.
German (Pape)
[Seite 841] att. -θαλαττεύω, in, auf dem Meere leben, sich befinden, Ael. H. A. 9, 63 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνθᾰλασσεύω: Ἀττ. -ττεύω, ζῶ παρὰ τὴν θάλασσαν ἢ ἐπὶ τῆς θαλάσσης, τά τε ὄρεια (τῶν ζῴων) καὶ ὅσα ἐνθαλαττεύει καὶ μετεωροπορεῖ Αἰλ. π. Ζ. 9. 63: μεταφ., ἐνθαλαττεύων τῷ ζόφῳ Κλήμ. Ἀλ. Παιδ. 2. 183, 31.
French (Bailly abrégé)
vivre dans la mer.
Étymologie: ἐν, θαλασσεύω.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): át. -λαττ-
1 estar en el mar, navegar πρὸς ἐναντία πνεύματα νῆες ἐνθαλαττεύουσαι Ph.1.287, οὐ γὰρ ἀσφαλὲς ἐδόκει ... ἐνθαλαττεύειν Longus 2.12.5, cf. Poll.1.121
•fig. ὁ νοῦς (del embriagado) ἐνθαλαττεύων ... ἰλιγγιᾷ τῷ ζόφῳ Clem.Al.Paed.2.2.28.
2 vivir en el mar τὰ τε ὄρεια καὶ ὅσα ἐνθαλαττεύει καὶ μετεωροπορεῖ ὅσα los animales de la montaña y cuantos pueblan el mar y surcan el aire Ael.NA 9.63.
Greek Monolingual
ἐνθαλασσεύω και αττ. τ. ἐνθαλαττεύω (Α)
1. ζω μέσα στη θάλασσα, είμαι θαλάσσιος
2. είμαι, βρίσκομαι στη θάλασσα, πλέω, ταξιδεύω
3. μτφ. βρίσκομαι σε αμηχανία συναντώντας δύσκολες περιστάσεις, πελαγώνω («ἐνθαλαττεύων τε [ο ανθρώπινος νους] εἰλιγγία τῷ ζόφῳ τῆς καταιγίδος», Κλήμ. Αλεξ.).