πολυάνθρωπος

From LSJ
Revision as of 15:27, 4 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠάνθρωπος Medium diacritics: πολυάνθρωπος Low diacritics: πολυάνθρωπος Capitals: ΠΟΛΥΑΝΘΡΩΠΟΣ
Transliteration A: polyánthrōpos Transliteration B: polyanthrōpos Transliteration C: polyanthropos Beta Code: polua/nqrwpos

English (LSJ)

ον,

   A populous, πόλις Hp.Art.72, Th.6.3, Arist.Pol.1326a25; δύναμις Th.1.24: Comp. and Sup., Arist.Pol.1321b25, Th.2.54.    II much-frequented, crowded, πανήγυρις Luc. Peregr.1 (Sup.).    III numerous, ἔθνη Plb.3.37.11, al.

German (Pape)

[Seite 659] menschenreich, bevölkert; Thuc. 1, 24 u. öfter; im superl., Xen. Hell. 2, 3, 24; τὰ πολυανθρωπότατα τῶν χωρίων, Luc. vit. auct. 10; τὴν πολυανθρωποτάτην τῶν πανηγύρεων, Mort. Peregr. 1; ἔθνος, Pol. 3, 37, 11; 10, 1, 2; Strab. u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πολυάνθρωπος: -ον, ὁ πλήρης ἀνθρώπων, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 834, Θουκ. 1. 24., 6. 3, Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 4, 6, κ. ἀλλ.· συγκρ. κ. ὑπερθ. πολυανθρωπότερος, -τατος, αὐτόθι 6. 8, 5, Θουκ. 2. 54. ΙΙ. συχναζόμενος ὑπὸ πολλῶν ἀνθρώπων, πανήγυρις Λουκ. Περεγρ. 1. ΙΙΙ. ἐπὶ ἔθνους, κατοικεῖται... ὑπὸ βαρβάρων ἐθνῶν καὶ πολυανθρώπων Πολύβ. 3. 37, 11, κ. ἀλλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 abondant en hommes, très populeux;
2 très fréquenté;
Sp. πολυανθρωπότατος.
Étymologie: πολύς, ἄνθρωπος.

Greek Monolingual

-η, -ο / πολυάνθρωπος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που κατοικείται από πολλούς ανθρώπους, πυκνοκατοικημένος («πολυάνθρωπες πόλεις»)
νεοελλ.
1. αυτός που αποτελείται από πολλούς ανθρώπους («πολυάνθρωπη συγκέντρωση»)
2. το ουδ. ως ουσ. το πολυάνθρωπο
το να αποτελείται κάτι από πολλούς ανθρώπους
αρχ.
1. αυτός στον οποίο συχνάζουν πολλοί άνθρωποι («τὴν πολυανθρωποτάτην τῶν Ἑλληνικών πανηγύρεων», Λουκιαν.)
2. ο μεγάλος σε αριθμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + ἄνθρωπος (πρβλ. αγρι-άνθρωπος, ολιγ-άνθρωπος). Το ουδ. πολυάνθρωπον έλαβε τη σημ. τών αφηρημένων ουσιαστικών (πρβλ.τὸ ευδιακριτόθετον)].

Greek Monotonic

πολυάνθρωπος: -ον, I. γεμάτος με ανθρώπους, πυκνοκατοικημένος, σε Θουκ. κ.λπ.
II. πολυσύχναστος από ανθρώπους, πολυπληθής, σε Λουκ.
III. πολυάριθμος, σε Πολύβ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολυάνθρωπος -ον [πολύς, ἄνθρωπος] dichtbevolkt; druk bezocht.

Russian (Dvoretsky)

πολυάνθρωπος:
1) густонаселенный, с большим населением (πόλις Thuc.; δημοκρατίαι Arst.);
2) весьма посещаемый, многолюдный (πανήγυρις Luc.);
3) многочисленный (ἔθνος Polyb.).

Middle Liddell

πολυ-άνθρωπος, ον,
I. full of people, populous, Thuc., etc.
II. much-frequented, crowded, Luc.
III. numerous, Polyb.

English (Woodhouse)

densely populated, thickly populated

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)