πρεσβευτής
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A ambassador, IG12.22.27, Th.5.4, Pl.Lg.941a, POxy.933.31 (ii A. D.), etc.: pl. πρεσβευταί is at first less freq., later more freq., than πρέσβεις, πρεσβευτὰς πάντας ὑμᾶς ἡμεῖς οἱ πρέσβεις ποιοῦμεν And.3.41, cf. Th.8.77 (interpol.), IG22.858.6 (iii B. C.), 1224.26 (ii B. C.), Alciphr.2.2. II agent or commissioner, ὑπέρ τινος D.45.64. 2 = Lat. legatus, staff officer, etc., Plb.35.4.5, Plu.Mar.7, etc.; π. καὶ ἀντιστράτηγος, = legatus pro praetore, IG 14.1121, etc.
German (Pape)
[Seite 698] ὁ, im plur. gew. οἱ πρέσβεις (s. unt. πρέσβυς), Gesandter; Thuc. 5, 4. 8, 5; Dem. u. Folgde; doch auch im plur. οἱ πρεσβευταί, Thuc. 8, 77.
Greek (Liddell-Scott)
πρεσβευτής: -οῦ, ὁ (πρεσβεύω) ὡς καὶ νῦν, ἀπεσταλμένος πόλεως ἢ βασιλέως, Θουκ. 5. 4, Πλάτ., κλπ.· ὁ συνήθης πληθ. εἶναι πρέσβεις (ἴδε πρέσβυς ΙΙ), ἂν καὶ ἀπαντᾷ καὶ πρεσβευταὶ οἷον ἐν Θουκ. 8. 77, Ἀνδοκ. 28. 36· πρεσβευτὰς Ἀλκίφρων 2. 2· ― θηλ. πρεσβεύτειρα, ἡ, ἀπεσταλμένη, Ὀππ. Κ. 1. 464· πρβλ. πρεῖγυς. ΙΙ. πράκτωρ ἢ ἐπίτροπός τινος, ὑπέρ τούτου πρεσβευτὴς δηλ. Φορμίωνος τοῦ τραπεζίτου, Δημ. 1121. 1. 2) = τῷ λατ. legatus, ὕπαρχος, ἀντιστράτηγος, Πολύβ. 35. 4, 5, Συλλ. Ἐπιγρ. 353. 32., 1076, κ. ἀλλ.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
envoyé, député, ambassadeur.
Étymologie: πρεσβεύω.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ, και κρητ. τ. πρεγγευτάς και πρεγγευτής και πρειγευτάς και πρειγευτής και πρεισγευτάς και πρεσγευτάς, θηλ. πρεσβεύτειρα, Α
πρόσωπο που αναλαμβάνει το καθήκον να εκπροσωπήσει ένα κράτος σε άλλο κράτος, να διεξάγει διαπραγματεύσεις και να μεταφέρει μηνύματα, ο πρέσβης
αρχ.
1. πράκτορας ή επίτροπος
2. μεσίτης
3. στρατιωτικός αξιωματούχος, ύπαρχος, αντιστράτηγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρεσβεύω (για τους διαλεκτικούς τ. βλ. πρέσβυς)].
Greek Monotonic
πρεσβευτής: -οῦ, ὁ (πρεσβεύω),
I. πρέσβης, πρεσβευτής, σε Θουκ., Πλάτ. κ.λπ.
II. πράκτορας ή επίτροπος, σε Δημ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πρεσβευτής -οῦ, ὁ [πρεσβεύω] gezant.
Russian (Dvoretsky)
πρεσβευτής: οῦ ὁ
1) посол Thuc.;
2) представитель, агент Dem.;
3) (лат. legatus) (римский) легат Polyb.
Middle Liddell
πρεσβευτής, οῦ, ὁ, πρεσβεύω
I. an ambassador, Thuc., Plat., etc.
II. an agent or commissioner, Dem.
Chinese
原文音譯:presbÚthj 普雷士畢帖士
詞類次數:名詞(3)
原文字根:年長的
字義溯源:老年人,一個老人,(有)年紀的;源自(πρεσβύτερος)=長老);而 (πρεσβύτερος)出自(πρεσβεύω)X*=年老的)。比較: (γῆρας)=年老,老年
出現次數:總共(3);路(1);多(1);門(1)
譯字彙編:
1) 年紀的(1) 門1:9;
2) 老年人(1) 多2:2;
3) 一個老人(1) 路1:18