ἀποσφάζω
ἡμῶν δ' ὅσα καὶ τὰ σώματ' ἐστὶ τὸν ἀριθμὸν καθ' ἑνός, τοσούτους ἔστι καὶ τρόπους ἰδεῖν → whatever number of persons there are, the same will be found the number of minds and of characters
English (LSJ)
in Att. Prose ἀπο-σφάττω Lys.13.78, Pl.Euthphr.4c, etc.: plpf.
A -εσφάκειν D.C.78.7:—Pass., aor. -εσφάγην [ῠ] Hdt.4.84: fut. -σφᾰγήσομαι Ar.Th.750:—cut the throat of a person, ἀ. τινὰ ἐς ἄγγος so that the blood runs into a pail, Hdt.4.62: generally, slay, Ar.Ach.327, Th.7.86, Pl.l.c., etc.:—Med., cut one's throat, X.Cyr. 3.1.25:—Pass., ἀποσφαγείην πρότερον ἂν ἢ καθυφείμην Men.Epit.184.
German (Pape)
[Seite 328] (s. σφάζω), abschlachten, tödten, ἀνθρώπους Her. 4, 62. 84; Thuc. 7, 86; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποσφάζω: ἐν τῷ Ἀττ. πεζῷ λογῳ -σφάττω, Λυσ. 137. 11, Ξεν., κλ.: μέλλ. -σφάξω: ὑπερσυντ. -εσφάκειν Δίων Κ. 78. 7: ― Παθ. ἀόρ.: -εσφάγην [ᾰ] Ἡρόδ. 4. 84: μέλλ. -σφᾰγήσομαι Ἀριστοφ. Θεσμ. 750: -κόπτω ταὸν λαιμόν τινος, σφάζω, Λατ. Jugulo, αποσφ. τινά ες ἄγγος, οὕτως ὥστε τὸ αἷμα νὰ ῥεύσῃ εἰς ἀγγεῖον, Ἡρόδ. 4. 62, πρβλ. Αἰσχύλ. Θ. 43: καθόλου, σφάζω, φονεύω, ἀποκτείνω, Ἀριστοφ. Ἀχ. 327, Θουκ. 7. 86, Πλατ., κλ.: ― Μέσ., ἀποκόπτω τὸν λαιμόν μου, σφάζομαι, Ξεν. Κύρ. 3. 1, 25.
French (Bailly abrégé)
égorger, acc. ; p. ext. faire périr;
Moy. ἀποσφάζομαι se percer la gorge.
Étymologie: ἀπό, σφάζω.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): át. -σφάττω X.Cyr.3.1.25
• Morfología: [plusperf. -εσφάκειν D.C.78.7.4.]
1 cortar el cuello, degollar ἀποσφάζουσι τοὺς ἀνθρώπους ἐς ἄγγος de modo que la sangre caiga en un recipiente, Hdt.4.62, ἡ γυνή, ἣ ἀπέσφαξεν αὑτήν, ἐπνίγετο Hp.Epid.5.33, ξίφος ... ᾧ τὸν ἀδελφὸν ἀπεσφάκει D.C.l.c., en v. pas. οὗτοι (los hijos de Eobazo) ἀποσφαγέντες αὐτοῦ ταύτῃ ἐλείποντο Hdt.4.84, ἀποσφαζομένους τοὺς ἀνθρώπους Hp.Nat.Hom.6.1, ἀποσφαγέντος τοῦ ζώου Hp.Cord.11, de un cerdo PCair.Zen.312.23 (III a.C.)
•en gener. pasar a cuchillo, matar οὓς ἀποσφάξω λαβών Ar.Ach.327, ἀπέσφαξε τοὺς πολλούς Th.3.32, τὸν ... υἱόν D.23.169, τοὺς φύλακας D.59.103, ἑαυτόν Arist.Rh.1374b36, αὐτόν Gal.14.284, γυναῖκα BGU 1024.7.20 (IV d.C.), cf. Th.7.86, Pl.Grg.471b, Artem.4.33, 5.76, en v. pas. αὕτη δ' ἀποσφαγήσεται μάλ' αὐτίκα Ar.Th.750, cf. Philostr.Her.50.16, ἐπὶ Δομετεανῷ ἀπεσφαγμένῳ después del asesinato de Domiciano Philostr.VS 488, en espectáculos circenses ἀποσφάξαντα δὲ καὶ Λιβυκὰ ζῶα IEphesos 3070.12, 3071.2 (III d.C.).
2 en v. med.-pas. cortarse el cuello οἱ δ' ἀποσφαττόμενοι X.Cyr.l.c., ἀποσφαγείην ἂν ἢ ... καθυφείμην Men.Epit.401.
3 cirug. hacer una incisión, cortar (σάρκωσιν) ... διὰ μέρος ἀποσφάξαντα Gal.19.456.
Greek Monolingual
(AM ἀποσφάζω, Α κ. -σφάττω)
κόβω τον λαιμό κάποιου, τον σφάζω
νεοελλ.
τελειώνω το σφάξιμο
αρχ.
σκοτώνω.
Greek Monotonic
ἀποσφάζω: Αττ. -σφάττω, μέλ. -σφάξω — Παθ., αόρ. βʹ -εσφάγην [ᾰ], μέλ. -σφαγήσομαι· κόβω τον λαιμό κάποιου, σφαγιάζω, Λατ. jugulo· ἀποσφάζω τινὰ ἐς ἄγγος, σφαγιάζω κάποιον έτσι ώστε το αίμα του να ρεύσει και να συσσωρευτεί σε αγγείο, σε Ηρόδ.· γενικά, σφάζω, σφαγιάζω, σε Αριστ., Θουκ. κ.λπ. — Μέσ., αποκόπτω το λαιμό μου, αυτοκτονώ σφαγιάζοντας τον εαυτό μου, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἀποσφάζω: зарезывать, закалывать, убивать (τινά Aesch., Her., Thuc., Arph.); med. зарезываться Xen.
Middle Liddell
to cut the throat of a person, Lat. jugulo, ἀποσφ. τινὰ ἐς ἄγγος, so that the blood runs into a pail, Hdt.: generally, to slay, Ar., Thuc., etc.:—Mid. to cut one's own throat, Xen.