κρυφός

From LSJ
Revision as of 18:45, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

Ψυχῆς μέγας χαλινὸς ἀνθρώποις ὁ νοῦς → Animi nam frenum magnum mens est hominibus → Der Menschenseele fester Zügel ist Vernunft

Menander, Monostichoi, 549
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρῠφός Medium diacritics: κρυφός Low diacritics: κρυφός Capitals: ΚΡΥΦΟΣ
Transliteration A: kryphós Transliteration B: kryphos Transliteration C: kryfos Beta Code: krufo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A = κρυφιότης, Emp.27.3 (dub.); κρυφὸν θέμεν to throw a cloud over... Pi.O.2.97 (κρύφιον codd.).    II lurking-place, LXX 1 Ma.2.36, 1.53. (On the accent v. Hdn.Gr.1.225.)

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
nuage LSJ.
Étymologie: κρύπτω.

English (Slater)

κρῠφός ?
   1 hidden κόρος τὸ λαλαγῆσαι θέλων κρυφόν τε θέμεν ἐσλῶν καλοῖς ἔργοις (Aristarchus cf. Georgacas, Glotta 36, 164. κρύφιόν codd., κρύψιν Σ paraphr. fort. recte) (O. 2.97)

Greek Monolingual

και κουρφός, -ή, -ό (Μ κρυφός, -ή, -όν)
1. κρυμμένος, αφανής στους άλλους, μυστικός (α. «κρυφό σχολειό» β. «κρυφή είσοδος»)
2. (για συναισθήματα) αυτός που δεν εκδηλώνεται, που δεν εκφράζεται, κρύφιος, μύχιοςκρυφή αγάπη»)
3. το ουδ. ως ουσ. το κρυφό(ν)
το μυστικό, το απόρρητο («μάς κρατάει κάτι κρυφό»)
4. φρ. «στα κρυφά» — μυστικά
μσν.
1. δυσδιάκριτος
2. φρ. «ἐν κρυφῇ» ή «εἰς τὸ κρυφόν» — μυστικά
νεοελλ.
1. (για πρόσ.) αυτός που δεν ανακοινώνει τα μυστικά του, κρυψίνους
2. εχέμυθος
3. παροιμ. «ο κόσμος το 'χει τούμπανο κι εσύ κρυφό καμάρι» — λέγεται για ένα παγκοίνως γνωστό πράγμα που προσπαθεί κάποιος να αποκρύψει.
επίρρ...
κρυφά και κουρφά και κρουφάκρυφῶς)
μυστικά, λαθραία («βγαίνει κρυφά μαζί του»)
νεοελλ.
φρ. «ζούμε κρυφά από τον θεό» — ζούμε σε πλήρη αφάνεια, μακριά από τον κόσμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. κρυφός σχηματίστηκε κατ' απόσπαση από αρχ. σύνθ. όπως είναι λ.χ. το κρυφο-γαμία (πρβλ. κοντό-)].

Greek Monotonic

κρῠφός: ὁ (κρύπ-τω), κρυφὸν θέμεν, ρίχνω ένα σύννεφο από πάνω, σε Πίνδ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κρυφός -οῦ, ὁ [κρύπτω] verborgenheid, heimelijkheid; pred.: κρυφόν τε θέμεν ἐσλῶν καλοῖς ἔργοις de fraaie daden van nobele mensen verhullen Pind. O. 2.97.

Middle Liddell

κρῠφός, οῦ, κρύπτω
κρυφὸν θέμεν to throw a cloud over, Pind.