πυγμαῖος
ἐὰν οὖν τὰ μαλακὰ σκληρῶς καὶ τὰ σκληρὰ μαλακῶς λέγηται, πιθανὸν γίγνεται → but if, as a result, gentle things are said harshly and harsh things gently, the result is unpersuasive
English (LSJ)
α, ον, (
A πυγμή 11) a πυγμή long or tall, ἀκρόθινα π. κολοσσῷ ἐφαρμόζων Philostr.VS1.19.2. 2 of men, dwarfish, Hdt.3.37, Arist. Pr.892a12, Phld.Sign.2. II pr. n. Πυγμαῖοι, οἱ, the Pygmies, a fabulous race of dwarfs on the upper Nile, said to have been warred on and destroyed by cranes, Il.3.6, Arist.HA597a6, cf. Hdt.l.c.
German (Pape)
[Seite 813] eine Faust lang, s. nom. pr.
Greek (Liddell-Scott)
πυγμαῖος: -α, -ον, (πυγμὴ ΙΙ) ἔχων μῆκος ἢ μέγεθος πυγμῆς, Φιλοστρ. 512. 2) ἐπὶ μικροφυῶν ἀνθρώπων, νᾶνος, Ἡρόδ. 3. 37, Ἀριστ. Προβλ. 10. 12· - Πυγμαῖοι, οἱ, μυθικὸν γένος νάνων κατὰ τὰ ἄνω τοῦ Νείλου, οὓς λέγεται καταπολέμησαν καὶ κατέστρεψαν αἱ γέρανοι, Ἰλ. Γ. 6 (ἴδε τὸν (Σχολ.), Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 12, 3, πρβλ. Ἡρόδ. ἔνθ’ ἀνωτ.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
haut d’une coudée ; nain ; οἱ Πυγμαῖοι les Pygmées, peuple myth. de nains sur les bords du Nil.
Étymologie: πυγμή.
Greek Monolingual
-α, -ο / πυγμαῑος, -αία, -ον, ΝΜΑ
1. αυτός που έχει μέγεθος πυγμής, σπιθαμιαίος, κοντορεβιθούλης, νάνος
2. κοντόσωμος, μικρόσωμος
νεοελλ.
(το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) οι Πυγμαίοι
κάθε ανθρώπινη ομάδα της οποίας οι ενήλικοι άνδρες φθάνουν σε ύψος μικρότερο από 150 εκατοστόμετρα
αρχ.
1. (το αρσ. στον πληθ. ως κύριο όν.) οἱ Πυγμαῑοι
α) φυλή νάνων που κατοικούσε στην περιοχή του Άνω Νείλου της Αιθιοπίας («ὅθεν ὁ Νεῑλος ῥεῑ
ἔστι δὲ ὁ τόπος οὗτος περὶ ὅν οἱ Πυγμαῑοι κατοικοῡσιν», Αριστοτ.)
β) μυθικός λαός που κατοικούσε στη νήσο Θούλη
2. φρ. «τὰ Πυγμαίων» — η χώρα τών Πυγμαίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυγμή + κατάλ. -αῖος (πρβλ. μοιρ-αίος). Τη λ. δανείστηκαν οι ξένες γλώσσες, πρβλ. αγγλ. pygmy, γαλλ. pygmee].
Greek Monotonic
πυγμαῖος: -α, -ον (πυγμή II), αυτός που έχει μήκος ή μέγεθος μιας πυγμῆς· λέγεται για μικρόσωμους ανθρώπους, νάνος, σε Ηρόδ.· Πυγμαῖοι, οἱ, οι Πυγμαίοι, φυλή νάνων στη βόρεια πλευρά του Νείλου· λέγεται ότι πολεμήθηκαν και καταστράφηκαν από τους γερανούς, σε Ομήρ. Ιλ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πυγμαῖος -α -ον [πυγμή] een vuist lang:; πυγμαίου ἀνδρὸς μίμησίς ἐστι het is een afbeelding van een pygmee (~ dwerg) Hdt. 3.37.2; subst. οἱ Πυγμαῖοι de Pygmeeën.
Russian (Dvoretsky)
πυγμαῖος: II ὁ пигмей, карлик Her.
величиною с кулак, т. е. карликовый Arst.
Middle Liddell
πυγμαῖος, η, ον πυγμή II]
a πυγμή long or tall: of men, dwarfish, Hdt.:— Πυγμαῖοι, οἱ, the Pygmies, a race of dwarfs on the upper Nile, said to have been warred on and destroyed by cranes, Il.