φθινάς
κακῆς ἀπ' ἀρχῆς γίγνεται [[τέλος]] κακόν → from a bad [[beginning]] comes a bad end (Euripides' Aeolus fr. 32)
English (LSJ)
άδος, ἡ, (φθίνω) intr.,
A wasting, waning, μηνῶν φ. ἁμέρα E.Heracl.779 (lyr.); φ. ὥρα Heraclit.All.71; ἕως διχοτόμου φθινάδος Str.3.5.8. II Act., wasting, νόσοι S.Ant.819 (anap.); τηκεδόνες Ph. 2.432; φ. νόσος, technically, consumption, = φθίσις, Hp.Gland.14 (pl.), Paus.5.26.5; and without νόσος, Hp.Mul.1.2; also; = empyema, Ruf.Ren.Ves.2.36.
German (Pape)
[Seite 1271] άδος, ἡ, 1) intr., abnehmend, schwindend, zu Ende gehend, σελήνη, ἡμέρα u. vgl., φθινὰς μηνῶν ὰμέρα Eur. Heracl. 779. – 2) akt., abnehmen od. schwinden machend, verzehrend, νόσος, die Auszehrung, die Schwindsucht; Hippocr.; Plut. Galb. 17; allgemeiner, οὔτε φθινάσιν πληγεῖσα νόσοις Soph. Ant. 813. S. das Vor.
Greek (Liddell-Scott)
φθῐνάς: -άδος, ἡ, (φθίνω) ἀμεταβ., ἡ φθίνουσα, ἡ ἐλαττουμένη ἢ πρὸς τὸ τέλος ἐγγίζουσα, μηνῶν φ. ἡμέρα Εὐρ. Ἡρακλ. 779· φ. ὥρα Ἡρακλ. Ἀλληγ. σ. 71· ἴδε Elmsl. εἰς Εὐρ. ἔνθ’ ἀνωτ. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ ἐπιφέρων κατάπτωσιν, ἐλάττωσιν, φθοράν, φθ. νόσοι Σοφ. Ἀντιγόνη 819· φθ. νόσος, ὡς τεχνικὸς ὅρος, = φθίσις, Ἱππ. 273. 9, Παυσ.· καὶ ἄνευ τοῦ νόσος, Ἱππ. Ἀφορ. 1247· πρβλ. φθινώδης.
French (Bailly abrégé)
άδος
adj. f.
qui fait dépérir, qui consume.
Étymologie: φθίνω.
Greek Monolingual
-άδος, ἡ, Α
1. αυτή που φθίνει, που ελαττώνεται σταδιακά ή που φτάνει προς το τέρμα («οὐδέ λάθει μηνῶν φθινὰς ἁμέρα», Ευρ.)
2. (με ενεργ. σημ.) αυτή που επιφέρει ελάττωση ή φθορά ή και εξαφάνιση
3. α) (σε συνεκφορά με τη λ. νόσος) φθίση, φυματίωση
β) (χωρίς τη λ. νόσος) συγκέντρωση πύου σε ένα εξωτερικό ή εσωτερικό σημείο του σώματος, εμπύημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φθιν- του ρ. φθίνω + κατάλ. -άς, -άδος (πρβλ. ἰκμ-άς, ψεκ-άς)].
Greek Monotonic
φθῐνάς: -άδος, ἡ (φθίνω)·
I. αμτβ., ελάττωση, σε Ευρ.
II. Ενεργ., αυτός που επιφέρει παρακμή ή πτώση, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
φθῐνάς: άδος (ᾰ) adj. f φθίνω
1) близящийся к концу, склоняющийся к закату (ἁμέρα Eur.);
2) губительный (νόσος Soph., Plut.).
Middle Liddell
φθῐνάς, άδος, φθίνω
I. intr. waning, Eur.
II. act. causing to decline, wasting, Soph.