βαρύθω

From LSJ
Revision as of 14:40, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βᾰρύθω Medium diacritics: βαρύθω Low diacritics: βαρύθω Capitals: ΒΑΡΥΘΩ
Transliteration A: barýthō Transliteration B: barythō Transliteration C: varytho Beta Code: baru/qw

English (LSJ)

[ῠ],    A to be weighed down, βαρύθει δέ μοι ὦμος ὑπ' αὐτοῦ [τοῦ ἕλκεος] Il.16.519; βαρύθει δέ θ' ὑπ' αὐτῆς (sc. ὕβρεως) Hes.Op.215; καμάτῳ A.R.2.47; ὑπὸ κύματος Nic.Th.135.    2 abs., to be heavy, στάλα AP7.481 (Philet.); βαρύθεσκε… γυῖα A.R.1.43:—Pass., Max. 212, Q.S.13.6.

German (Pape)

[Seite 434] beschwert sein, niedergedrückt werden, βαρύθει δέ μοι ὦμος ὑπ' αὐτοῦ Iliad. 16, 519, ἅπαξ εἰρημ.; Hes. O. 213 u. sp. D., wie βαρύθεσκέ οἱ γυῖα Ap. Rh. 1, 43; τινί 2, 47; ὑπό τινι Nic. th. 135; schwer sein, στήλη Philet. 2 (VII, 481).

Greek (Liddell-Scott)

βᾰρύθω: [ῠ], καταβαρύνομαι, βαρύθει δέ μοι ὧμος ὑπ’ αὐτοῦ [τοῦ ἕλκεος] Ἰλ, II. 519· βαρύθει δέ θ’ ὑπ’ αὐτῆς, καταβαρύνεται, καταβάλλεται, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 213· καμάτῳ, Ἀπολλ. Ρόδ Β. 47· ὑπὸ κύματι Νίκ. Θ. 135. 2) ἀπολ., εἶμαι βαρύς, Ἀνθ. ΙΙ. 7. 481· βαρύθεσκε… γυῖα Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 43· -οὕτως ἐν τῷ παθ., Μάξιμ. π. καταρχ. 212, Κόϊντ. Σμ. 13. 5.

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
être chargé, être accablé : ὑπό τινος, de qch.
Étymologie: βαρύς.

English (Autenrieth)

be heavy, by reason of a wound; ὦμος, Il. 16.519†.

Spanish (DGE)

(βᾰρύθω)
• Prosodia: [-ῠ-]

• Morfología: [impf. iter. -εσκε A.R.1.43]
1 c. suj. de partes del cuerpo oprimir, pesar βαρύθει δέ μοι ὦμος ὑπ' αὐτοῦ (τοῦ ἕλκεος) Il.16.519, βαρύθεσκέ οἱ ἥδη γυῖα ya le pesaban los miembros A.R.l.c., εἴθ' ... μηδ' ... καμάτῳ τε καὶ εἰρεσίῃ βαρύθοιεν (χεῖρες) A.R.2.47.
2 c. suj. de pers. y anim. sentir cansancio o pesadumbre βαρύθει δὲ ὑπ' αὐτῆς (ὕβρεως) se ve abrumado por ella Hes.Op.215, βαρύθοντες ὀδμῇ λευγαλέῃ los argonautas, A.R.4.621, (ὄφις) ὑπὸ κύματος βαρύθει por ser vivípara, Nic.Th.135, cf. 319.
3 causar pesadumbre ἀδρανίη βαρύθουσα Nic.Th.248, ἁ στάλα βαρύθουσα AP 7.481 (Philet.), τόκος βαρύθων Marc.Sid.51.

Greek Monolingual

βαρύθω (Α)
1. αισθάνομαι βάρος επάνω μου
2. καταβάλλομαι, λυγίζω
3. είμαι βαρύς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βαρύς, αναλογικά προς τα μινύθω, φθινύθω κ.ά.].

Greek Monotonic

βᾰρύθω: [ῠ] (βαρύς), μόνο στον ενεστ. και παρακ.·
1. καταβάλλομαι, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.
2. απόλ., είμαι βαρύς, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

βᾰρύθω:
1) быть отягощенным (ὑπό τινος Hom., Hes.);
2) быть тяжеловесным (στάλα = στήλη βαρύθουσα Anth.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βαρύθω βαρύς zwaar zijn (van), bezwaard zijn (door) bedrukt worden (door), met ὑπό + gen. door iets ; βαρύθει... μοι ὦμος ὑπ ’ αὐτοῦ mijn schouder voelt er zwaar door (nl. door een wond) Il. 16.519; ook van personen zich bezwaard voelen (door), gebukt gaan onder, met ὑπό + gen. : βαρύθει... ὑπ ’ αὐτῆς hij heeft het daar zwaar mee (nl. met hoogmoed) Hes. Op. 215.

Middle Liddell

βαρύς only in pres. and imperf.]
1. to be weighed down, Il., Hes.
2. to be heavy, Anth.