εὔανδρος
δός μοι πᾷ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινήσω → give me a place to stand and I will move the earth, give me a place to stand and I'll move the earth, give me the place to stand and I shall move the earth, give me a place to stand and with a lever I will move the whole world, give me a firm spot to stand and I will move the world, give me a lever and a place to stand and I will move the earth, give me a fulcrum and I shall move the world
English (LSJ)
ον, (ἀνήρ) A abounding in good men and true, Σπάρτα Tyrt.15.1; χώρα, γᾶ, Pi.P.1.40, E.Tr.229 (lyr.), Ar.Nu.300 (lyr.), etc.; εὐανδροτάτη πόλις Plu.2.209e. II prosperous to men, συμφοραί A.Eu.1031.
German (Pape)
[Seite 1056] reich an guten, tapfern Männern, γῆ Κέκροπος Ar. Nuhb. 300; χώρα, μητρόπολις, Pind. P. 1, 40 N. 5, 9; Eur. Τr. 229. – Bei Aesch. εὔανδροι συμφοραί, Männer beglückend, Eum. 985.
Greek (Liddell-Scott)
εὔανδρος: -ον, (ἀνήρ) ἔχων ἀφθονίαν ἀγαθῶν καὶ γενναίων ἀνδρῶν, Τυρταῖος 12. 1, Πινδ. Π. 1. 77, Εὐρ. Τρῳ. 229, κτλ.· εὐανδροτάτη πόλις Πλούτ. 2. 209Ε. ΙΙ. εὐτυχίαν φέρων εἰς τοὺς ἀνθρώπους, συμφοραὶ Αἰσχύλ. Εὐμ. 1031.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 abondant en hommes beaux, forts, courageux;
2 qui rend les hommes heureux;
Sp. εὐανδρότατος.
Étymologie: εὖ, ἀνήρ.
English (Slater)
εὔανδρος, -ον
1 of fine men ἐθελήσαις ταῦτα νόῳ τιθέμεν εὔανδρόν τε χώραν zeugma, make the land flourish with men (P. 1.40) (Αἴγινα) τάν ποτ' εὔανδρόν τε καὶ ναυσικλυτὰν θέσσαντο (N. 5.9)
Greek Monolingual
-η, -ο (Α εὔανδρος, -ον)
(για έθνη ή χώρες ή πόλεις) αυτός που έχει πολλούς ενάρετους και γενναίους άνδρες («η εύανδρη Ήπειρος»)
αρχ.
αυτός που φέρνει ευτυχία στους ανθρώπους («ὅπως ἂν εὔφρων ἥδε ὁμιλία χθονὸς τὸ λοιπὸν εὐάνδροισιν συμφοραῑς πρέπῃ» — για να φανεί καλόγνωμη αυτή η συντροφιά και να δίνει στη γη μας άλκιμα ανθρώπινα βλαστάρια, Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -ανδρος (< ανήρ), πρβλ. άν-ανδρος, φίλ-ανδρος].
Greek Monotonic
εὔανδρος: -ον (ἀνήρ),
I. αυτός που είναι άφθονος σε γενναίους άνδρες, σε Τυρτ., Ευρ. κ.λπ.
II. αυτός που φέρνει ευτυχία, ευημερία στους ανθρώπους, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
εὔανδρος:
1) изобилующий мужественными людьми (χώρα Pind.; γῆ Eur., Arph.; πόλις Plut.);
2) делающий счастливым, приносящий счастье (συμφοραί Aesch.).
Middle Liddell
εὔ-ανδρος, ον ἀνήρ
I. abounding in good men, Tyrtae., Eur., etc.
II. prosperous to men, Aesch.