περιπήγνυμι

From LSJ
Revision as of 16:15, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιπήγνῡμι Medium diacritics: περιπήγνυμι Low diacritics: περιπήγνυμι Capitals: ΠΕΡΙΠΗΓΝΥΜΙ
Transliteration A: peripḗgnymi Transliteration B: peripēgnymi Transliteration C: peripignymi Beta Code: periph/gnumi

English (LSJ)

and περιπηγνύω (Plu.2.433b) : also περιπήττω (v. infr.) :—    A fix round, fence round, c. acc. loci, περὶ δὲ πάξαις Ἄλτιν Pi.O.10(11).45 ; π. τῷ σώματι Χιτῶνα Plu.2.966d :—Pass. with pf. περιπέπηγα, αἷς π. ἡ σαρκώδης οὐσία Gal.18(2).597 ; περιπησσέσθωσαν σανίδες Apollod. Poliorc.173.13 ; περιπαγῆναί τινι τὸν αὐχένα to have one's neck fixed in it, Ar.Fr.301.    2 make to congeal round, τὴν τέφραν τῷ βωμῷ Plu.2.433b :—Pass. with pf. intr. -πέπηγα, τὰ ὑποδήματα π. are frozen on the feet, X.An.4.5.14 ; περιπήττεται τὸ ὕδωρ τινί Str.12.5.4 ; τὸ δάκρυον [τῆς ἀμπέλου] π. τοῖς στελέχεσι Dsc.5.1 ; of a coated tongue, Gal.17(2).277 : metaph., τἀγαθῷ -πεπηγός Dam.Pr.70.

German (Pape)

[Seite 587] und περιπηγνύω (s. πήγνυμι), rings herum, darüber, daran befestigen; Pind. in tmesi, περὶ δὲ πάξαις Ἄλτιν, Ol. 11, 47, einhägend; einfugen; darum, darüber gerinnen, gefrieren, hart werden lassen, u. pass. ringsum fest werden, gerinnen, frieren, τὰ ὑποδήματα περιεπήγνυντο Xen. An. 4, 5, 14, u. Sp.; vgl. Ar. bei Poll. 10, 113.

Greek (Liddell-Scott)

περιπήγνῡμι: καὶ -ύω (Πλούτ. 2. 423Α)· ὡσαύτως περιπήττω (ἴδε ἐν τέλ.)· μέλλ. -πήξω. Ἐμπήγω ὁλόγυρα ἢ στερεώνω, σχηματίζω φραγμὸν ὁλόγυρα, μετ’ αἰτ. τόπου, περὶ δὲ πάξαις Ἄλτιν Πινδ. Ο. (11). 54· π. τῷ σώματι χιτῶνα Πλούτ. 2. 966D· ― Παθ., μετὰ πρκμ., περιπέπηγα, ἄγκιστρα περιπαγέντα (περιπαρέντα Herch.) τοῖς ἰχθύσι Αἰλ. π. Ζ. 15. 10· αἷς περιπέπηγεν ἡ σαρκώδης οὐσία Γαλην. τ. 6, σ. 772, 1· ― περιπαγῆναί τινι αὐχένα, περισφιγχθῆναι, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 286. 2) κάμνω ὥστε νὰ πήξῃ ἢ στερεωθῇ ὁλόγυρα, τὴν τέφραν τῷ βωμῷ Πλούτ. 2. 433Β. ― Παθ., τὰ ὑποδήματα περιεπήγνυντο, ἐπήγνυντο (ἐπάγωναν) περὶ τοὺς πόδας, Ξεν. Ἀνάβ. 4. 5, 14· τὸ ὕδωρ περιπήττεταί τινι Στράβ. 568.

French (Bailly abrégé)

1 ficher ou fixer tout autour : τῷ σώματι χιτῶνα PLUT fixer sa tunique autour de son corps ; Pass. se fixer autour de, τινι;
2 faire durcir autour de ou sur : περιπηγνύειν τὴν τέφραν τῷ βώμῳ PLUT faire durcir ou rendre compacte la cendre autour de l’autel ; Pass. se congeler autour de, τινι.
Étymologie: περί, πήγνυμι.

Greek Monolingual

ΜΑ, περιπηγνύω Α
στερεώνω, καρφώνω ολόγυρα
αρχ.
1. σχηματίζω φραγμό ολόγυρα, περιφράζω
2. ενεργώ ώστε να στερεωθεί ή να συναρμοστεί κάτι γύρω από κάτι άλλο («τὴν τέφραν προσπλάττουσι τῷ βωμῷ καὶ περιπηγνύουσι... παραχέοντες ὕδωρ», Πλούτ.)
3. περιβάλλω, ενδύω («περιπήγνυσι τῷ σώματι χιτῶνα», Πλούτ.)
4. ιδρύω
5. (ο παθ. παρακμ.) περιπέπηγα
παγώνω πάνω σε κάτι («εἰσεδύοντο εἰς τοὺς πόδας οἱ ἱμάντες καὶ τὰ ὑποδήματα περιεπήγνυντο», Ξεν.)
6. φρ. «περιπήγνυμαι αὐχένα» — περισφίγγομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + πήγνυμι «στερεώνω»].

Greek Monotonic

περιπήγνῡμι: μέλ. -πήξω· στερεώνω ολόγυρα, φτιάχνω φράχτη τριγύρω, με αιτ. τόπου, σε Πίνδ. — Παθ., με Ενεργ. παρακ. περιπέπηγα, σταθεροποιούμαι ολόγυρα, σε Πλούτ. — Παθ., τὰ ὑποδήματα περ., πάγωναν στα πόδια, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

περιπήγνῡμι: и περιπηγνύω
1) кругом прикреплять, прилаживать (τῷ σώματι χιτῶνα Plut.);
2) прибивать, приколачивать (σαυνίῳ τὸν φλοιόν Plut.);
3) скреплять, делать твердым (τὴν τέφραν τῷ βωμῷ Plut.): τὰ ὑποδήματα περιεπήγνυτο Xen. обувь затвердела (от мороза).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περι-πήγνυμι en περι-πηγνύω, alleen pass. geheel bevriezen.

Middle Liddell

fut. -πήξω
to fix round, to make a fence round, c. acc. loci, Pind.:—Pass., with perf. act. περιπέπηγα, to be fixed around, Plut.:—Pass., τὰ ὑποδήματα π. are frozen on the feet, Xen.