πλατεῖα

From LSJ
Revision as of 17:26, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Ὑπὸ γὰρ λόγων ὁ νοῦς μετεωρίζεται ἐπαίρεταί τ' ἄνθρωπος → Borne up by words, the mind soars aloft, and we reach the heights (Aristophanes, Birds 1447f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλατεῖα Medium diacritics: πλατεῖα Low diacritics: πλατεία Capitals: ΠΛΑΤΕΙΑ
Transliteration A: plateîa Transliteration B: plateia Transliteration C: plateia Beta Code: platei=a

English (LSJ)

ἡ,    A v. πλατύς 11.

German (Pape)

[Seite 626] ἡ, s. unter πλατύς.

Greek (Liddell-Scott)

πλᾰτεῖα: ἡ, ἴδε πλατύς.

French (Bailly abrégé)

fém. de πλατύς.

English (Strong)

feminine of πλατύς; a wide "plat" or "place", i.e. open square: street.

English (Thayer)

πλατείας, ἡ (feminine of the adjective πλατύς, namely, ὁδός (cf. Winer s Grammar, 590 (549))), a broad way, a street: Euripides, Plutarch, others; in the Sept. chiefly for רְחֹב.)

Greek Monolingual

και πλατέα, η, Ν
1. (πολεοδ.) ακάλυπτος, κοινόχρηστος χώρος μέσα στο πολεοδομικό σχέδιο ενός οικισμού, πόλης ή χωριού, ο οποίος είναι ιδιοκτησία του δήμου ή της κοινότητας στην οποία ανήκει και περιβάλλεται από δημόσιες οδούς
2. θεατρ. χώρος θεατών μπροστά από τη σκηνή θεάτρου ή την οθόνη κινηματογράφου με δάπεδο που έχει κλίση προς τη σκηνή ώστε η τελευταία να είναι ορατή από όλους τους θεατές της πλατείας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του θηλ. πλατεία (οδός) του επιθ. πλατύς.

Greek Monotonic

πλᾰτεῖα: ἡ, βλ. πλατύς.

Russian (Dvoretsky)

πλᾰτεῖα:
I f к πλατύς.
II
1) (sc. χείρ) ладонь Arph.;
2) (sc. ὁδός) улица Xen. etc.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πλατεῖα f. van πλατύς.

Middle Liddell

πλᾰτεῖα, ἡ, [v. πλατύς.]

Chinese

原文音譯:plate‹a 普拉帖阿
詞類次數:形容詞(9)
原文字根:寬廣
字義溯源:寬廣地方,街,大街,街道,路口;源自(πλατύς)=平闊,寬廣);而 (πλατύς)出自(πλάσσω)*=模造)
出現次數:總共(9);太(2);路(3);徒(1);啓(3)
譯字彙編
1) 街(5) 太6:5; 太12:19; 路13:26; 路14:21; 徒5:15;
2) 街道(2) 啓21:21; 啓22:2;
3) 街上(2) 路10:10; 啓11:8