πολυχαίτης
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
English (LSJ)
ου, ὁ, A with much hair, Hdn.Epim.166.
German (Pape)
[Seite 676] ὁ, mit vielem Haare, Hdn. epimer. 166.
Greek (Liddell-Scott)
πολυχαίτης: -ου, ὁ, ἔχων πολλὴν χαίτην, Ἡρῳδιαν. Ἐπιμ. σ. 166.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ
αυτός που έχει πολλή χαίτη, πολλά μαλλιά ως χαίτη
νεοελλ.
1. στον πληθ. οι πολυχαίτες και εσφ. τ. πολύχαιτοι
ζωολ. ομοταξία θαλάσσιων δακτυλιοσκωλήκων, τών οποίων τα μεταμερή φέρουν πυκνούς θυσάνους από χιτινώδεις σμήριγγες
2. φρ. «υπόθεση πολυχαίτη»
(παλαιοντ.) θεωρία που υποστηρίζει ότι τα κωνόδοντα αποτελούν τμήμα του μασητικού μηχανισμού τών πολυχαίτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -χαίτης (< χαίτη), πρβλ. κυανο-χαίτης. Η λ., ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής, είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. polychaetes].