πυρράζω

From LSJ
Revision as of 21:40, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πυρράζω Medium diacritics: πυρράζω Low diacritics: πυρράζω Capitals: ΠΥΡΡΑΖΩ
Transliteration A: pyrrázō Transliteration B: pyrrazō Transliteration C: pyrrazo Beta Code: purra/zw

English (LSJ)

   A to be fiery red, of the sky, Ev.Matt.16.2.

Greek (Liddell-Scott)

πυρράζω: εἶμαι πυρρός, ἐρυθρός, κόκκινος ὡς τὸ πῦρ, ἐπὶ τοῦ οὐρανοῦ, Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιϚ΄, 2, πρβλ. Εὐστ. Πονημάτ. 239. 33, κτλ.

French (Bailly abrégé)

être d’un rouge ardent, être roux.
Étymologie: πυρρός.

English (Thayer)

equivalent to πυρρός γίνομαι, to become glowing, grow red, be red: T brackets; WH reject the passage) (Byzantine writings; πυρρίζω in the Sept. and Philo.)

Greek Monolingual

ΜΑ πυρρός
(ιδίως για ουρανό) είμαι πυρροκόκκινος, έχω το χρώμα της φωτιάς («πυρράζει γὰρ στυγνάζων ὁ οὐρανός», ΚΔ.).

Greek Monotonic

πυρράζω: (πυρρός), είμαι φλογερός ή όπως η φωτιά κόκκινος, λέγεται για τον ουρανό, σε Καινή Διαθήκη

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πυρράζω [πυρρός] (vuur)rood zijn.

Russian (Dvoretsky)

πυρράζω: пламенеть (как огнем), быть огненного цвета (πυρράζει ὁ οὐρανός NT).

Middle Liddell

πυρράζω, πυρρός
to be fiery red, of the sky, NTest.

Chinese

原文音譯:pu¸?£zw 匹而拉索
詞類次數:動詞(2)
原文字根:火(紅的)
字義溯源:發紅,如火紅;源自(πυρρός)=如火紅的,而 (πυρέσσω)出自(πῦρ)*=火)
出現次數:總共(2);太(2)
譯字彙編
1) 發紅(2) 太16:2; 太16:3