συκάζω

From LSJ
Revision as of 23:45, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά → Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless | Tell him yourself, poor brother, what it is you need! For abundance of words, bringing delight or being full of annoyance or pity, can sometimes lend a voice to those who are speechless.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῡκάζω Medium diacritics: συκάζω Low diacritics: συκάζω Capitals: ΣΥΚΑΖΩ
Transliteration A: sykázō Transliteration B: sykazō Transliteration C: sykazo Beta Code: suka/zw

English (LSJ)

(συκῆ)    A gather or pluck ripe figs, Ar.Av.1699(lyr., with a play on συκοφαντέω, cf. συκαστής), Poll.1.242, etc.; τὰ σῦκα σ. X.Oec.19.19; σ. ἀπὸ δένδρων D.C.56.30; σ. τὰς συκᾶς gather figs from the figtrees, Poll.1.226.    II scrutinize, Aristaenet.1.22, Hsch.: hence sens. obsc., Stratt.3. Cf. συκοφαντέω 11.

German (Pape)

[Seite 973] reife Feigen lesen, abbrechen, Schol. Ar. zua. O.; τὰ σῦκα, Xen. Oec. 19, 19; bei Poll. 6, 49 = συκίζω. – Auch betasten, necken, bes. in obscöner Bdtg, nach Hesych. κνίζειν ἐν ταῖς ἐρωτικαῖς ὁμιλίαις; vgl. Strattis bei Ath. XIII, 592 d; u. so emend. Hecker συκάσεται für δικάσεται in Nicarch. 1 (V, 38). – Auch = συκοφαντέω, Ar. Av. 1699, nach Schol.

Greek (Liddell-Scott)

σῡκάζω: (συκῆ) συλλέγω, δρέπω ὥριμα σῦκα, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1699. (μετὰ παιδιᾶς ἐπὶ τῆς λ. συκοφαντέω, πρβλ. συκαστής), Πολυδ. Α΄, 242, κτλ.· σ. σῦκα Ξεν. Οἰκ. 19, 19· σ. ἀπὸ δένδρων Δίων Κ. 56. 30· σ. τᾶς συκᾶς, συλλέγειν σῦκα ἐκ τῶν συκῶν, Πολυδ. Α΄, 226. ΙΙ. ἐρευνῶ μετὰ περιεργίας καὶ προσοχῆς, ἐξετάζω, Ἀρισταίν. 1. 22, Ἡσύχ.· ἐπὶ αἰσχρᾶς σημασίας, Λαγίσκαν τὴν Ἱπποκράτους παλλακὴν εὑρεῖν με συκάζουσαν Στράττις ἐν «Ἀταλάντῃ» 1. 2· πρβλ. συκοφαντέω ΙΙ.

French (Bailly abrégé)

1 cueillir des figues;
2 tâter, explorer (comme on tâte les figues pour voir si elles sont mûres) ; p. anal. peloter.
Étymologie: συκῆ.

Greek Monolingual

Α σῡκον
1. μαζεύω ώριμα σύκα
2. εξετάζω, ερευνώ κάτι με μεγάλη προσοχή και ακρίβεια
3. (σε ερωτική επαφή) τρίβω ελαφρά και χαϊδεύω
4. φρ. «συκάζειν τὰς συκᾱς» — το μάζεμα τών σύκων από τις συκιές (Πολυδ.).

Greek Monotonic

σῡκάζω: μέλ. -σω (συκῆ), μαζεύω ώριμα σύκα, σε Αριστ., Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

σῡκάζω: (тж. τὰ σῦκα σ. Xen.) собирать (поспевшие) фиги Arph.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συκάζω [σῦκον] vijgen plukken.

Middle Liddell

συκῆ
to pluck ripe figs, Ar., Xen.