γοργωπός

From LSJ
Revision as of 21:05, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   " to "")

Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.

Valerius Maximus, De Factis Dictisque
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γοργωπός Medium diacritics: γοργωπός Low diacritics: γοργωπός Capitals: ΓΟΡΓΩΠΟΣ
Transliteration A: gorgōpós Transliteration B: gorgōpos Transliteration C: gorgopos Beta Code: gorgwpo/s

English (LSJ)

όν, A fierce-eyed, grim-eyed, σέλας A.Pr.358; κόραι E.HF 868; ἴτυς Id.Ion210 (lyr.); γοργωπὰ λεύσσων Id.Hyps.Fr.16(18); ἀλέκτωρ AP7.428 (Mel.); τὸ γ. Corn.ND20.

German (Pape)

[Seite 503] mit furchtbarem, grimmigem Blick, σέλας γ. Aesch. Prom. 336; κόραι Eur. Herc. fur. 868; βλεφάρων ἕδρα Rhes. 8; ἀλέκτωρ Mel. 123 (VII, 428).

Greek (Liddell-Scott)

γοργωπός: -όν, ὁ ἔχων ἄγριον ἢ βλοσυρὸν τὸ ὄμμα, Αἰσχύλ. Πρ. 356, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 868, Ἴωνι 210·― ὡσαύτως, γοργώψ, ῶπος, ὁ, ἡ, ὁ αὐτ. Ἠλ. 1257, Ὀρ. 261· θηλ. γοργῶπις, ιδος, ἐπὶ τῆς Ἀθηνᾶς, Σοφ. Αἴ. 450, Ἀποσπ. 724.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
au regard terrifiant.
Étymologie: γοργός, ὤψ.

Spanish (DGE)

-όν
1 de mirada terroríficade serpientes σέλας A.Pr.356, cf. E.HF 1266, Fr.18.3 Bond, κόραι pupilas de mirada terrorífica E.HF 868, cf. Rh.8, ἀλέκτωρ AP 7.428 (Mel.), cf. Hsch.
subst. τὸ γ. aspecto o mirada terrorífica de Atenea, Corn.ND 20.
2 ornado con la cara de la Gorgona ἴτυς E.Io 210.

Greek Monolingual

γοργωπός, -όν (Α)
αυτός που έχει άγριο, βλοσυρό βλέμμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γοργός + -ωπός (πρβλ. αγριωπός, βλοσυρωπός κ.ά.)].

Greek Monotonic

γοργωπός: -όν (ὤψ), αυτός που έχει άγριο, βλοσυρό βλέμμα, σε Αισχύλ., Ευρ.· επίσης, γοργώψ, -ῶπος, , , σε Ευρ.· θηλ. γοργῶπις, -ιδος, λέγεται για την Αθηνά, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

γοργωπός:
1) со страшным взглядом (κόραι Eur.);
2) грозный (ὀμμάτων σέλας Aesch.; βλεφάρων ἕδρα Eur.; ἀλέκτωρ Anth.).

Middle Liddell

[ὤψ]
fierce-eyed, Aesch., Eur.; γοργῶπις of Athena, Soph.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γοργωπός -όν Γοργώ, ὤψ] met het hoofd van de Gorgo (gezegd van het schild van Athena) ; Eur. Ion 210; overdr. met grimmige, angstaanjagende blik.