αλμυρός

From LSJ
Revision as of 23:20, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οὐκ ἔστι λύπης, ἄν περ ὀρθῶς τις σκοπῇ, ἄλγημα μεῖζον τῶν ἐν ἀνθρώπου φύσει → amongst the natural ills of man there is, if one but look at it aright, no greater pain than grief

Source

Greek Monolingual

και αρμυρός, -ή, -ό (Α ἁλμυρός, -ά, -όν)
αυτός που περιέχει άφθονο αλάτι, που έχει γεύση αλατιού ή απλώς ο αλατισμένος
νεοελλ.
1. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τά αλμυρά
α) οι αλίπαστες τροφές, τα παστά
β) τα είδη ζαχαροπλαστικής, που παρασκευάζονται δίχως ζάχαρη με την προσθήκη αλατιού
2. ακριβός, δαπανηρός
3. χυδαίος, αισχρός, άσεμνος
4. φρ. «αλμυρό-λύσσα», αλμυρό μέχρι του βαθμού ώστε να προκαλέσει λύσσα, πάρα πολύ αλμυρό
«αγαπά ή του αρέσουν τα αλμυρά», για τον φιλήδονο
αρχ.
1. πικρός, δυσάρεστος, αποκρουστικός
2. δριμύς, τσουχτερός
3. φρ. «ἁλμυρόν ὕδωρ», το αλμυρό θαλασσινό νερό
«ἁλμυρός ποταμός», ο Ελλήσποντος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Ο τ. συνδέεται ετυμολογικά με τη λ. ἅλμη. (Το τέρμαυρὸς εξηγείται από τ. ἁλυρός).
ΠΑΡ. αλμυρίζω, αλμυρότης
αρχ.
ἁλμυρίς, ἁλμυρίτις (γῆ), ἁλμυρώδης, ἁλμυρῶ
μσν.
ἁλμυρία
νεοελλ.
αλμύρα, αλμυρήθρα.
ΣΥΝΘ. αρχ. ἁλμυρονάματος, ἁλμυροφόρος
νεοελλ.
αλμυρόγλυκος, αλμυρόμετρο, αλμυρόπικρος].