φιλοψευδής
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
English (LSJ)
ές, A fond of lies or lying, Il.12.164; παιδία Gal.Anim.Pass. 1.7; φ. φύσις, opp. φιλόσοφος, Pl.R.485d: name of a dialogue by Luc.; τὸ φ., = sq., Plu.2.61d.
German (Pape)
[Seite 1288] ές, Lügen liebend, gern, gewöhnlich lügend, Il. 12, 164; Lügenfreund, Plat. Rep. VI, 485 d.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui aime à mentir ; τὸ φιλοψευδές c. φιλοψευδία.
Étymologie: φίλος, ψεῦδος.
English (Autenrieth)
friend of lies, false, Il. 12.164†.
Greek Monolingual
-ές, ΝΜΑ
αυτός που αγαπά το ψέμα, που του αρέσει να λέει ψέματα
αρχ.
τὸ φιλοψευδές
η φιλοψευδία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -ψευδής (< ψεῦδος), πρβλ. μισο-ψευδής].
Greek Monotonic
φῐλοψευδής: -ές, γεν. -έος, αυτός που αγαπά τα ψέματα ή να λέει ψέματα, σε Ομήρ. Ιλ., Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
φιλοψευδής: любящий ложь, лживый Hom., Plat.