ἀθέσφατος

From LSJ
Revision as of 16:41, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀθέσφᾰτος Medium diacritics: ἀθέσφατος Low diacritics: αθέσφατος Capitals: ΑΘΕΣΦΑΤΟΣ
Transliteration A: athésphatos Transliteration B: athesphatos Transliteration C: athesfatos Beta Code: a)qe/sfatos

English (LSJ)

ον, A beyond even a god's power to express, unutterable: or not according to a god's utterance, unblest, portentous, awful, ὄμβρος, θάλασσα, νύξ, Il.3.4, Od.7.273, 11.373; vast, ἀ. οἶνος, σῖτος, Od.11.61, 13.244; βόες 20.211; of great beauty, ὕμνος Hes.Op.662; φρὴν ἱερὴ καὶ ἀ. Emp.134.4.—Once in Trag., ἀ. θέα E.IA232 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀθέσφᾰτος: -ον, = ὁ ὑπερβαίνων καὶ θεοῦ δύναμιν εἰς τὸ νὰ παρασταθῇ διὰ λέξεων, ὃν ἀδύνατον εἶνε νὰ ἐκφράσῃ τις, ἀνέκφραστος, ἄρρητος, θαυμαστός· ἐπὶ τρομερῶν ἢ ἐκπληκτικῶν πραγμάτων, ὄμβρος, θάλασσα, νύξ, Ἰλ. Γ. 4, Ὀδ. Η. 273., Λ. 373· ἀλλὰ καὶ ἁπλῶς ἐπὶ μεγάλης ποσότητος ἢ διαστάσεως· ἀθ. οἶνος, σῖτος, Ὀδ. Λ. 61., Ν. 244. βόες, Υ. 211· ἐπὶ μεγάλης καλλονῆς, ὕμνος, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 660· μόνον ἅπαξ παρὰ Τραγ. ἀθ. θέα, Εὐρ. Ι. Α. 232. (λυρ.)· πρβλ. Βουττμ. Λεξίλ. ἐν λέξ. θέσκελος 7.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
que les dieux mêmes ne sauraient exprimer, càd dont on ne peut dire la grandeur, la beauté : νὺξ ἀθέσφατος nuit sans fin ; ἀθέσφατος θέα EUR spectacle admirable.
Étymologie: ἀ, θεός, φημί.

English (Autenrieth)

(θεός, φημί, ‘not to be said even by a god’): unspeakable, indescribable, immense, prodigious (of quality or quantity); γαῖα, θάλασσα, ὄμβρος, νύξ, and even οἶνος, σῖτος.

Spanish (DGE)

(ἀθέσφᾰτος) -ον
inexpresable por su cantidad ὄμβρος Il.3.4, βόες Od.20.211, φῦλα ἀνθρώπων h.Ap.298, οἶνος Od.11.61, σῖτος Od.13.244, ὄλβος Theoc.25.24, βοῶν ὄνθος Nonn.D.37.653, por su tamaño θάλασσα Od.7.273, γαῖα h.Hom.15.4, ἤπειρος A.R.4.636, cf. 3.294, κύκλος Orph.Fr.118, πώεα λίμνης Opp.Hal.2.547
inefable, maravilloso, indescriptible por su belleza ὕμνος Hes.Op.662, θέα E.IA 232, por ser terrible ὄψ (de Tifeo), Hes.Th.830, cf. Nonn.Par.Eu.Io.21.16, por su infinitud νύξ Od.11.373, φρὴν ἱερὴ καὶ ἀ. Emp.B 134.4
neutr. como adv. βυσσόθεν ἐστενάχιζεν ἀθέσφατον Musae.115
prob. indecible por no hacerse público antes de su muerte (en alusión a Virgilio) γράψει μάλ' ἀθέσφατα Orac.Sib.11.167.

Greek Monotonic

ἀθέσφᾰτος: -ον, αυτός τον οποίο δεν μπορεί να εκφράσει ούτε ο θεός· ανείπωτος, ανέκφραστος, τρομερός· ὄμβρος, θάλασσα, νύξ, σε Όμηρ.· επίσης εκπληκτικός σε μέγεθος, διάσταση, τιμή, ποσότητα· ἀθέσφατος, -οι, οἶνος, σῖτος, βόες, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀθέσφᾰτος: невыразимый, безмерный или несравненный (ὄμβρος, θάλασσα, νύκτες, οἶνος, σῖτος, βόες Hom.; ὕμνος Hes.; θέα Eur.).

Middle Liddell


beyond even a god's power to express: ineffable, aweful, ὄμβρος, θάλασσα, νύξ Hom.; also marvellous in quantity, ἀθ. οἶνος, σῖτος, βόες Od.