ἐπεισαγωγή

From LSJ
Revision as of 09:05, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Μέμνησο πλουτῶν τοὺς πένητας ὠφελεῖν → Memento dives facere pauperibus bene → Vergiss nicht, dass als Reicher du den Armen hilfst

Menander, Monostichoi, 348
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπεισᾰγωγή Medium diacritics: ἐπεισαγωγή Low diacritics: επεισαγωγή Capitals: ΕΠΕΙΣΑΓΩΓΗ
Transliteration A: epeisagōgḗ Transliteration B: epeisagōgē Transliteration C: epeisagogi Beta Code: e)peisagwgh/

English (LSJ)

ἡ, A bringing in besides, ἑτέρων ἰητρῶν Hp.Praec.7; esp. of a second wife, J.AJ11.6.2; προσώπων ἐ. introduction of new characters, D.H.Vett.Cens.2.10 (pl.), cf. 3.3 (pl.); κρείττονος ἐλπίδος Ep.Hebr.7.19. 2 means of bringing or letting in, ἐπεσαγωγὰς τῶν πολεμίων Th.8.92.

German (Pape)

[Seite 911] ἡ, das außerdem Eiführen, Zubringen, Sp.; Thuc. 8, 92 im plur. Einlaßorte. – Das Nehmen einer zweiten Frau, Ios. – Das Einführen von Redefiguren, Rhett. – Die Einleitung, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπεισαγωγή: ἡ, ἡ πρὸς τοῖς ἄλλοις εἰσαγωγή, ἑτέρων ἰητρῶν ἐπεισαγωγὴν Ἱππ. 27. 20· ἰδίως ἐπὶ δευτέρας γυναικός, Ἰωσήπου Ἰουδ. Ἀρχ. 11. 6, 2· προσώπων ἐπ., εἰσαγωγὴ νέων προσώπων ἢ χαρακτήρων εἰς τὴν σκηνὴν, Εὐριπίδου δὲ καὶ Σοφοκλέους ποικιλώτερος ταῖς τῶν προσώπων ἐπεισαγωγαῖς, περὶ τοῦ Αἰσχύλου, Διον. Ἁλ. τῶν Ἀρχ. Κρίσις 2. 10 (τόμ. 5. σ. 422, ἔκδ. Reisk.), πρβλ. 3. 3. 2) μέσον πρὸς εἰσαγωγήν, ἐπεισαγωγὰς τῶν πολεμίων Θουκ. 8. 92.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
passage pour introduire.
Étymologie: ἐπεισάγω.

English (Strong)

from a compound of ἐπί and εἰσάγω; a superintroduction: bringing in.

English (Thayer)

(ἐπεισέρχομαι) future ἐπεισελεύσομαι;
1. to come in besides or to those who are already within; to enter afterward (Herodotus, Thucydides, Plato, others).
2. to come in upon, come upon by entering; to enter against: ἐπί τινα, accusative of person, L T Tr text WH; with a simple dative of person 1 Maccabees 16:16.

Greek Monolingual

ἐπεισαγωγή, η (AM) επεισάγω
δεύτερος γάμος
αρχ.
1. επιπλέον εισαγωγή («ἑτέρων ἰητρῶν ἐπεισαγωγήν», Ιπποκρ.)
2. εισαγωγή νέων προσώπων στη σκηνή
3. μέσο για εισαγωγή, για είσοδο («καὶ πυλίδας ἔχον καὶ ἐσόδους ἐπεσαγωγὰς τῶν πολεμίων», Θουκ.).

Greek Monotonic

ἐπεισᾰγωγή: ἡ, επιπλέον εισαγωγή, μέσο εισαγωγής ή τρόπος εισόδου, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπεισαγωγή: староатт. ἐπεσαγωγή
1) введение, т. е. внушение (κρείττονος ἐλπίδος NT);
2) место ввода, лазейка (ἔσοδοι καὶ ἐπεσαγωγαί Thuc.).

Middle Liddell

ἐπεισᾰγωγή, ἡ, [from ἐπεισάγω
a bringing in besides, a means of bringing or letting in, Thuc.

Chinese

原文音譯:™peisagwg» 誒普-誒士-阿哥給
詞類次數:名詞(1)
原文字根:在上-進入-帶領(著)
字義溯源:引進,輸入;由(ἐπί)*=在⋯上,在)與(εἰσάγω)=引入)組成;其中 (εἰσάγω)又由(εἰς)*=到)與(ἄγω)*=帶領)組成
出現次數:總共(1);來(1)
譯字彙編
1) 引進(1) 來7:19