κνηκός

From LSJ
Revision as of 15:35, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+), (\w+)<\/b>" to "$1, $2")

Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.

Valerius Maximus, De Factis Dictisque
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κνηκός Medium diacritics: κνηκός Low diacritics: κνηκός Capitals: ΚΝΗΚΟΣ
Transliteration A: knēkós Transliteration B: knēkos Transliteration C: knikos Beta Code: knhko/s

English (LSJ)

ή, όν, Dor. κνᾱκός, ά, όν, A pale yellow, tawny, of the goat, Thespis 4, Theoc.7.16, AP6.32 (Agath.); so in oracular style, Epigr.Gr.1034.23; of the wolf, Babr.113.2; cf. κνακός· ψαρός, ἵππος, Hsch. (Perh. cogn. with Skt. kāñcanam 'gold', OPruss. cucan 'brown', OE. hunig 'honey'.)

German (Pape)

[Seite 1460] dor. κνακός, gelblich, von der salben Farbe der Safflorblüthe u. des Safflorsaamens, isabellfarbig, Schol. Theocr. 7, 16; τράγοιο κνηκὸν δέρμα Theocr. 7, 16; vgl. Agath. 29 (VI, 32); vom Wolfe, Babr. 113, 2, s. κνηκίας.

Greek (Liddell-Scott)

κνηκός: -ή, -όν, Δωρ. κνᾱκός, ά, όν, ἔχων χρῶμα κροκίζον, κιτρινωπὸν ὡς ὁ σπόρος, ἢ τὸ «χνοῦδι» τῆς κνήκου (Ἡσύχ., πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 19, 2), ἐπὶ τῆς αἰγός, Θεόκρ. 7. 16, Ἀνθ. Π. 6. 32· ἢ τοῦ λύκου, Βάρβ. 113. 2 Boisson.· ― ἐντεῦθεντράγος καλεῖται κνάκων, ὁ, Θεόκρ. 3. 5· καὶ ὁ λύκος, κνηκίας, Βάβριος 112, 12.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
roux, fauve : ὁ κνηκός (θήρ) le loup.
Étymologie: DELG κνῆκος.
Syn. κνηκίας, λύκος, μονιός, μονόλυκος.

Greek Monolingual

κνηκός, -ή, -όν και δωρ. τ. κνακός, -ά, -όν (Α)
αυτός που έχει το χρώμα του κνήκου, ο κιτρινοκόκκινος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κνήκος].

Greek Monotonic

κνηκός: -ή, -όν, Δωρ. κνᾱκός, , -όν, αυτός που έχει χρώμα «κροκίζον», χλωμοκίτρινο, καστανόξανθος, κοκκινωπός, σε Ανθ.· απ' όπου ο τράγος ονομάζεται κνάκων, , σε Θεόκρ.· και ο λύκος κνηκίας, σε Βάβρ.

Russian (Dvoretsky)

κνηκός:
I дор. κνᾱκός 3 желтый, рыжий или бурый (τράγοιο δέρμα Theocr.; τράγος Anth.).
II ὁ Babr. = κνηκίας.

Middle Liddell

κνηκός, ή, όν
pale yellow, tawny, Theocr., Anth.: hence the goat is called κνάκων, ὁ, Theocr.; and the wolf κνηκίας, Babr.