ἀκουστικός

From LSJ
Revision as of 11:00, 28 January 2021 by Spiros (talk | contribs)

καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκουστικός Medium diacritics: ἀκουστικός Low diacritics: ακουστικός Capitals: ΑΚΟΥΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: akoustikós Transliteration B: akoustikos Transliteration C: akoustikos Beta Code: a)koustiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A of or for hearing, πάθος Epicur.Ep.1p.13U.; αἴσθησις ἀκουστική Plu.2.37f; δύναμις ἀκουστική Arr.Epict. 2.23.2; πόρος ἀκουστικός = orifice of ear, Gal.10.455; τὸ ἀκουστικόν = faculty of hearing, Arist.de An.426a7. 2 ready to hear, c. gen., Id.EN1103a3, Arr. Epict.3.1.13. Adv. ἀκουστικῶς Phld.Mus.p.107 K., S.E.M.7.355. 3 = ἀκουσματικός (eager to hear), Gell.1.9. 4 = ἀκουστός (heard, audible), Sch.E.Or.1281.

German (Pape)

[Seite 78] das Gehör betreffend, αἴσθησις Plut. de Audit. 2; = τὸ ἀκουστικόν, Plac. Phil. 4, 4; – gern hörend, πατρός Arist. Eth. 1, 13, 19; τὸ ἀκ. die Bereitwilligkeit zu hören, τινός, auf Einen, M. Ant. 1, 16.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκουστικός: [ᾰ], ή, όν, ἀνήκων ἢ ἐπιτήδειος διὰ τὴν αἴσθησιν τῆς ἀκοῆς, αἴσθησις ἀκ., Πλουτ. 2. 37F· πόρος ἀκ., τοῦ ὠτὸς ὁ ἀκουστικὸς σωλήν, Γαλην.: τὸ ἀκ., ἡ αἴσθησις τῆς ἀκοῆς, Ἀριστ. περὶ Ψυχ. 3. 2, 5. 2) = ἀκουσματικός, μ. γεν. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 13, 19, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 1, 13. ― Ἐπίρρ. -κῶς, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 7. 355. II. = ἀκουστός, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ὀρ. 1281.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 qui concerne l’ouïe : αἴσθησις ἀκουστική PLUT le sens de l’ouïe;
2 qui écoute volontiers, docile à, gén..
Étymologie: ἀκούω.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I de pers.
1 con buena disposición para escuchar Arist.EN 1103a3, Arr.Epict.3.1.13, como cualidad de los pitagóricos σιωπηλοὶ καὶ ἀκουστικοί Iambl.VP 163
subst. τὸ ἀ. buena disposición para oír M.Ant.1.16.
2 subst. οἱ ἀκουστικοί los Acusmáticos grado inferior en la escuela pitagórica, Gell.1.9.
II de cosas
1 audible λόγος Sch.E.Or.1281D.
2 acústico, auditivo πάθος Epicur.Ep.[2] 52.6, 53.7, αἴσθησις Plu.2.37f, πόρος ἀ. orificio del oído Gal.10.455, δύναμις ἀ. Arr.Epict.2.23.2, (πνεῦμα) ἀ. εἰς οὖς (el fluido) acústico (se extiende) hasta los oídos Ph.1.573.
3 subst. τὸ ἀ. facultad de oír, oído ἡ δὲ τοῦ ἀκουστικοῦ (ἐνέργεια) ἀκοή el (acto) de la facultad de oír es la audición Arist.de An.426a7.
III adv. -ῶς en forma auditiva ὃ δὲ ἀκουστικῶς κινεῖται ἀκοή ἐστιν S.E.M.7.355
mediante el oído o la facultad de oír ἀ. ὑπ' αὐτῆς (sc. τῆς μουσικῆς) τερπόμεθα Phld.Mus.4.35.33.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἀκουστικός, -ή, -όν)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην αίσθηση της ακοής ή στο ακουστικό όργανο
2. ο κατάλληλος για την αίσθηση της ακοής
νεοελλ.
1. (για τύπους προσώπων) ο ευαίσθητος στις ακουστικές αντιλήψεις
2. το θηλ. ως ουσ. η ακουστική
3. το ουδ. ως ουσ. το ακουστικό
μσν.
αυτός που μπορεί ή πρέπει να ακουστεί
αρχ.
1. αυτός που είναι πρόθυμος να ακούσει
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀκουστικόν
διεξιότητα στην ακοή
3. πληθ. οἱ ἀκουστικοί
οι ακουσματικοί (βλ. ακουσματικός).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκουστός.
ΠΑΡ. νεοελλ. ακουστικότητα].

Russian (Dvoretsky)

ἀκουστικός:
1) слуховой (αἴσθησις Plut.; πάθος Sext.);
2) слушающийся, послушный (τινος Arst.).