καναδόκα
κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.
English (LSJ)
Χείλη ὀϊστοῦ (Laconian), Hsch.; cf. κανδόχα.
Greek (Liddell-Scott)
καναδόκα: «χηλὴ (χείλη κῶδ.) ὀϊστοῦ» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
καναδόκα, ἡ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) (στους Λάκωνες) «χείλη ὀϊστοῦ».
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθανότερη θεωρείται η άποψη ότι η λ. είναι σύνθ. < κάννα «καλάμι» + δέκομαι «δέχομαι» και δηλώνει την εγκοπή της αιχμής του βέλους που δέχεται το στέλεχος μέσα της. Στην περίπτωση αυτή, η γλώσσα του Ησυχίου θα πρέπει να διορθωθεί σε χηλή οϊστού «εγκοπή βέλους». Με τον ίδιο τρόπο ερμηνεύεται και η γλώσσα του Ησυχίου κανδόχα
κήλη ως άλλος τ. του καναδόκα, οπότε το κήλη θα πρέπει επίσης να διορθωθεί σε χηλή.