καταπεφρονηκότως
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
English (LSJ)
Adv. pf. part. Act. of καταφρονέω, A contemptuously, D.17.29, D.S.14.17, etc. II Adv.pf.part. Pass. καταπεφρονημένως, A despisedly, v.l. for -μένος in Sch.Luc.Ind.10.
German (Pape)
[Seite 1369] adv. zum perf. act. von καταφρονέω, verächtlich; Dem. 17, 29; D. Sic. 14, 17 u. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
καταπεφρονηκότως: Ἐπίρρ. μετοχ. ἐνεργ. πρκμ. τοῦ καταφρονέω, μετὰ
French (Bailly abrégé)
adv.
avec mépris.
Étymologie: καταφρονέω.
Greek Monolingual
καταπεφρονηκότως (Α)
επίρρ. με καταφρόνηση, περιφρονητικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καταπεφρονηκώς, -ότος (μτχ. παρακμ. του καταφρονῶ «περιφρονώ»)].
Greek Monotonic
καταπεφρονηκότως: επίρρ. μτχ. Ενεργ. παρακ. του καταφρονέω, περιφρονητικά, σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
καταπεφρονηκότως: adv. презрительно, пренебрежительно Dem., Diod.
Middle Liddell
part. perf. act. of καταφρονέω,]
contemptuously, Dem.