ἔποψις

From LSJ
Revision as of 10:54, 2 February 2021 by Spiros (talk | contribs)

εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔποψις Medium diacritics: ἔποψις Low diacritics: έποψις Capitals: ΕΠΟΨΙΣ
Transliteration A: épopsis Transliteration B: epopsis Transliteration C: epopsis Beta Code: e)/poyis

English (LSJ)

εως, ἡ, A view over, ἐπ' ὅσον ἔποψις τοῦ ἱροῦ εἶχε so far as the view from the temple reached, Hdt.1.64 ; ἐκτὸς τῆς ἡμετέρας ἔποψις beyond our range of vision. Pl.R.499d ; ἀνώμαλον τὴν ἔποψιν τῆς ναυμαχίας ἐκ τῆς γῆς ἠναγκάζοντο ἔχειν to view the sea fight, Th.7.71 ; ἔποψίν τινος παρέχειν Plu.Pomp.32 ; καταστὰς εἰς ἔποψιν τῶν πολεμίων Id.Luc.8 ; ἐν ἐπόψει ἀλλήλοις within view, Str.14.5.16. II oversight, superintendence, ἔποψις θεία περὶ τὸν κόσμον Hippod. ap.Stob.4.39.26.

German (Pape)

[Seite 1012] ἡ, der Anblick, τὴν ἔποψιν τῆς ναυμαχίας ἐκ τῆς γῆς ἔχειν Thuc. 7, 71; καταστῆναι εἰς ἔποψιν τῶν πολεμίων, die Feinde zu Gesicht bekommen, Plut. Luc. 32; ἐν ἐπόψει τῶν φίλων, im Angesicht der Freunde, D. Cass.; – so weit man sehen kann, der Gesichtskreis, ἐπ' ὅσον ἡ ἔποψις τοῦ ἱροῦ εἶχεν Her. 1, 64; ἐκτὸς ὄντι τῆς ἡμετέρας ἐπόψεως Plat. Rep. VI, 499 d; ἐν ἐπόψει ἀλλήλοις Strab. XIV, 676, so daß man von Einem zum Andern sehen kann. – Ansicht, Hippod. Stob. fl.. 103, 26.

Greek (Liddell-Scott)

ἔποψις: -εως, ἡ, θέα ἔκ τινος τόπου, ἐπ’ ὅσον ἐπ. τοῦ ἱροῦ εἶχε, ἐφ’ ὅσον διάστημα ἐξετείνετο ἐκ τοῦ ναοῦ ἡ ὄψις, ὅσον μέρος ἠδύνατο νὰ ἴδῃ τις ἐκεῖθεν, Ἡρόδ. 1. 64· ἐκτὸς τῆς ἡμετέρας ἐπ., πέραν τοῦ σημείου εἰς ὃ δύναται νὰ φθάσῃ ἡ ἡμετέρα ὅρασις, Πλάτ. Πολ. 499C· τὴν ἔποψιν τῆς ναυμαχίας ἐκ τῆς γῆς ἠναγκάζοντο ἔχειν, τὴν θέαν τῆς ναυμαχίας, Θουκ. 7. 71· ἔποψίν τινος παρέχειν Πλουτ. Αἰμίλ. 22· καταστῆναι εἰς ἔπ. τῶν πολεμίων ὁ αὐτ. ἐν Λουκούλ. 8· πεσόντας δ’ ἀμφοτέρους ταφῆν αἱ μὴ ἐν ἐπόψει ἀλλήλοις, οὕτως ὥστε ἐκ τοῦ ἑνὸς τάφου νὰ μὴ φαίνηται ὁ ἄλλος, Στράβ. 676. ΙΙ. ἐπίβλεψις, ἐποπτεία, ἐπ. θεία περὶ τοῦ κόσμου Ἱππόδαμ. παρὰ Στοβ. 555. 26.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
vue sur : ἔποψίν τινος ἔχειν THC ou παρέχειν PLUT avoir ou procurer la vue de qch ; καταστῆναι εἰς ἔποψιν τῶν πολεμίων PLUT être en vue de l’ennemi ; ἐκτὸς τῆς ἐπόψεως εἶναι PLAT être hors de la vue.
Étymologie: ἐπί, ὄψις.

Greek Monotonic

ἔποψις: -εως, ἡ, θέα, εικόνα, άποψη, προοπτική, ἐπ' ὅσον ἐπ. τοῦ ἱροῦ εἶχε, τόσο μακριά όσο έφθανε η θέα από τον ναό, σε Ηρόδ.· τὴν ἔποψιν τῆς ναυμαχίας ἔχειν, έχω εικόνα, βλέπω τη ναυμαχία, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἔποψις: εως ἡ вид, кругозор: τὴν ἔποψιν τῆς ναυμαχίας ἔχειν Thuc. иметь перед собой картину морского сражения; ἐπ᾽ ὅσον ἡ ἔ. τοῦ ἱροῦ εἶχε Her. насколько простирался вид из храма; καταοτῆναι εἰς ἔποψίν τινος Plut. стать на виду у кого-л.; ἐκτὸς εἶναι τῆς ἐπόψεως Plat. быть вне поля зрения.

Middle Liddell

ἔπ-οψις, εως
a view over, ἐπ' ὅσον ἔπ. τοῦ ἱροῦ εἶχε so far as the view from the temple reached, Hdt.; τὴν ἔποψιν τῆς ναυμαχίας ἔχειν to view the sea-fight, Thuc.

English (Woodhouse)

view, range of sight, range of view, range of vision

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)