παράσημον
ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath
English (LSJ)
τό, A marginal mark or note, παράσημα ποιεῖσθαι Arist.SE177b6. II distinguishing mark, in various senses : ensign of a ship, παρασήμῳ Διοσκούροις with the Dioscuri as the sign or emblem, Act.Ap.28.11, cf. Plu.2.162a ; of a city, ib.399f ; of patricians and plebeians, Id.Cor. 20 ; τὰ τῆς ἡγεμονίας παράσημα Id.Ant.33 ; τὸ π. ὃ ἐπετίθεντο τῇ κεφαλῇ οἱ τῶν Περσῶν βασιλεῖς Ath. 12.514a, cf. PGnom.194 (ii A. D.) παράσημα στρατηγικά, = Lat. insignia praetoria, Plu.Sull.9 ; characteristic mark, τὸ βασιλικὸν τῆς ἐσθῆτος παράσημον, i.e. its purple colour, Eun. VS p.456 B.; βασιλικὰ παράσημα Id.Hist.p.239 D.; τῷ π. τοῦ σχήματος by the badge of his costume, App.BC1.16 ; figs are called τὸ παράσημον τῶν Ἀθηνῶν, Alex.117 ; εἰ τὸ… λαλεῖν ἦν τοῦ φρονεῖν π. Nicostr.Com.27; τὰ τοῦ πένθους παράσημα = 'the trappings and the suits of woe', Plu.2.118b ; τέχνας μὲν παράσᾱμον ἔχει τάφος IG12(1).150 (Rhodes) ; indication, ταῦτα τοῦ μὴ Ῥωμαῖον εἶναι π. Plu.Caes. 29. b παράσημα σωματικά birthmarks, Ptol.Tetr.122, cf. Porph. Gaur.5.2. 2 password, Plu.2.598b.
German (Pape)
[Seite 497] τό, Zeichen, Abzeichen, Wappen, z. B. eines Schiffes, Plut., einer Stadt, sept. sap. conv. 18, πόλεως, neben σύμβολον, de Pyth. or. 12; vgl. Alexis bei Ath. XIV, 652 c; Zeichen eines Amtes od. einer Würde, τὰ τῆς ἡγεμονίας παράσημα, Plut. Anton. 33; Ath. XIV, 514 a u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
παράσημον: τό, σημείωσις εἰς τὰ πλάγια, σημεῖον ἐν τῷ περιθωρίῳ, παράσημα ποιεῖσθαι Ἀριστ. Σοφ. Ἔλεγ. 20, 2. ΙΙ. σημεῖον διακρίσεως, σύμβολον πλοίου, Λατ. insigne, παρασήμῳ Διοσκούροις, ἔχον (τὸ πλοῖον) τοὺς Διοσκόρους ὡς σύμβολον, Πράξ. Ἀποστ. κη΄, 11, Πλούτ. 2. 162Α· ἐπὶ πόλεως, ὁ αὐτ. 399F· τὸ διακριτικὸν σημεῖον, τὸ γνώρισμα στρατιώτου, ὁ αὐτ. ἐν Κοριολαν. 20· τὰ τῆς ἡγεμονίας π. ὁ αὐτ. ἐν Ἀντων. 33, Ἀθήν. 514Α· χαρακτηριστικόν, διακριτικὸν σημεῖον, σύμβολον, τὸ βασιλικὸν τῆς ἐσθῆτος π., ὅ ἐστι τὸ πορφυροῦν αὐτῆς χρῶμα, Εὐνάπ. σ. 7 (Boiss.). τὸ π. φεύγουσαι, (ἐπὶ γυναικῶν), τὸ περιφανὲς, τὸ ὑπὸ πάντων παρατηρούμενον, Γαλην. 13. 339· ἐν τῷ π. τοῦ σχήματος, διὰ τῆς σπουδαιότητος αὐτοῦ, τοῦ ἐξωτερικοῦ του, Ἀππ. Ἐμφυλ. 1. 16· οὕτω καλοῦνται αἱ ἰσχάδες τῆς Ἀττικῆς, τὸ π. τῶν Ἀθηνῶν Ἄλεξις ἐν «Κυβερνήτῃ» 2· καὶ ἔχομεν εἰ τὸ..λαλεῖν ἦν τοῦ φρονήματος π. Νικόστρ. ἐν Ἀδήλ. 1· ὡσαύτως, τὰ τοῦ πένθους π., τὰ κοσμήματα καὶ ὁ ἱματισμὸς τοῦ πένθους, Πλούτ. 2. 118Β· τέχνας μὲν παράσᾱμον ἔχει τάφος Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 197. - Πρβλ. ἐπίσημον. 2) σύνθημα, Λατ. tessera, Πλούτ. 2. 598Β. - Ἴδε Κόντου Κριτικὰς καὶ Γραμματικὰς Παρατηρήσεις ἐν Ἀθηνᾶς τ. Ζ΄, σ. 13.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
1 marque ou signe qu’on se passe de l’un à l’autre, particul. mot d’ordre;
2 en gén. marque distinctive (armes d’un vaisseau, d’une ville ; insignes d’un magistrat ; signe extérieur d’un état de l’âme).
Étymologie: παράσημος.
Spanish
Greek Monotonic
παράσημον: τό (σῆμα), σημείωση στο περιθώριο· διακριτική σημείωση στα πλάγια, τα διακριτικά ενός πλοίου, Λατ. insigne, σε Καινή Διαθήκη· διακριτικό γνώρισμα στρατιώτη, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
παράσημον: τό
1) отметка сбоку, пометка на полях, значок (παράσημα ποιεῖσθαι Arst.);
2) отличительный знак (герб и т. п.) (πόλεως, τῆς νεώς Plut.);
3) знак различия или достоинства (ἀρχῆς καὶ δυναστείας Plut.);
4) признак (τὰ τοῦ πένθους παράσημα Plut.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παράσημον -ου, τό [παρά, σῆμα] onderscheidend teken, kenmerk:. ταῦτα τοῦ μὴ Ῥωμαῖον εἶναι παράσημα dat zijn de kentekens dat men geen Romein is Plut. Caes. 29.2; τῶν στρατηγικῶν παρασήμων ἐρήμους beroofd van hun onderscheidingstekenen als pretor Plut. Sull. 9.4.
Middle Liddell
παρά-σημον, ου, τό, σῆμα
a side-mark: a mark of distinction, the ensign of a ship, Lat. insigne, NTest.: the badge of a soldier, Plut.