επιδίδω

From LSJ
Revision as of 18:00, 25 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ")

Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch

Menander, Monostichoi, 172

Greek Monolingual

(AM ἐπιδίδωμι, Μ και ἐπιδίδω)
1. ασχολούμαι, καταγίνομαι («επιδόθηκε σε νέες μεθόδους», «ἐπιδίδωμι ἐμαυτὸν εἰς τρυφήν»)
2. εγχειρίζω, δίνω στο χέρι κάποιου (συνήθως εμπιστευτικό ή επίσημο έγγραφο) («δικαστικός κλητήρας να επιδώσει τις κλήσεις», «ἐπεδίδου ἐπιστολήν»)
αρχ.-μσν.
1. πληρώνω
2. (για νερό) ρέω, τρέχω
αρχ.
1. δίνω επιπλέον («ἐπιδοῦναι αὐτοῖσι τῶν ἀσκῶν ἕνα»)
2. δίνω, χορηγώ κατόπιν
3. χορηγώ ως προίκα
4. συνεισφέρω εθελοντικά για τις ανάγκες της πόλης («τριήρη ἐπέδωκεν», Δημοσθ.)
5. δωροδοκώ
6. δωρίζω, χαρίζω («τὰς ναῡς τοῖς Λακεδαιμονίοις ἐν τῷ παρόντι ἐπιδοῡναι», Θουκ.)
7. απονέμω, μοιράζω
8. χορηγώ το δικαίωμα ψήφου
9. υπαγορεύω («γράφειν μὲν οὖν οὐ συμβουλεύω σοι αὐτῷ... ἐπιδιδόναι δὲ μᾱλλον»)
10. αυξάνομαι, ενισχύομαι («ἐπεδίδου ἡ πόλις αὐτοῑς ἐπὶ τὸ μεῑζον», Θουκ.)
11. υποχωρώ
12. δίνω αμοιβαία.