ευθύνη

From LSJ
Revision as of 08:35, 27 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εῑν" to "εῖν")

Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht

Menander, Monostichoi, 237

Greek Monolingual

η (ΑΜ εὔθυνα και εὐθύνη)
η υποχρέωση που έχει κάποιος να δώσει λόγο τών πράξεών του («αναλαμβάνω όλη την ευθύνη γι' αυτό που προτείνω»)
νεοελλ.
1. το σύνολο τών συνεπειών σε βάρος κάποιου για την παράβαση ηθικής αρχής ή για την κακή διαχείριση ορισμένης εντολής
2. φρ. α) «ποινική ευθύνη» — η υποχρέωση που έχει παραβάτης νόμου να υποβληθεί σε ανάκριση και δίκη ενώπιον ποινικού δικαστηρίου και να εκτίσει την ποινή που του επιβλήθηκε
β) «ευθύνη δημοσίου» — η νομική υποχρέωση του δημοσίου για ανόρθωση τών ζημιών που προκλήθηκαν σε ιδιώτες από πράξεις ή παραλείψεις τών υπαλλήλων του
αρχ.-μσν.
1. απόδειξη της αλήθειας
2. διόρθωση, τιμωρία («ἡ γὰρ εὔθυνα βλάβη τις δικαία ἐστίν» Αριστοτ.)
αρχ.
1. το να κάνει κάποιος κάτι ευθύ, το ίσιωμα
2. κλήση για λογοδοσία
3. (στην Αθήνα) η λογοδοσία την οποία κάθε δημόσιος υπάλληλος ήταν υποχρεωμένος να δώσει κατά το τέλος της δημόσιας υπηρεσίας του
4. φρ. α) «πρεσβείας εὔθυναι» — λογοδοσία για πρεσβεία
β) «ἀπαιτῶ τινα εὐθύνας τινός» — ζητώ λογοδοσία από κάποιον για κάτι
γ) «τὰς εὐθύνας κατηγορῶ», «ἐπὶ τὰς εὐθύνας ἔρχομαι» — αμφισβητώ τη λογοδοσία κάποιου
δ) «εὐθύνας (ή εὔθυναν) ὀφλεῖν» — κατηγορούμαι ή καταδικάζομαι για κατάχρηση
ε) «εὐθύνας ἀποφυγεῖν (ή διαφυγεῖν)» — απαλλάσσομαι από την κατηγορία
στ) «αἱ τοῦ βίου εὔθυναι» — ο απολογισμός του βίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αρχικός είναι ο τ. εύθυνα, ο οποίος προήλθε υποχωρητικώς από το ρ. ευθύνω. Από τις πλάγιες πτώσεις (ευθύνης, ευθύνῃ) προέκυψε αργότερα η παροξύτονη ονομαστική σε -η ευθύνη- (πρβλ. τόλμα > τόλμη)].