ὑποτιμάω
πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do
English (LSJ)
A name the price of what one offers for sale, ἰχθύν Alex. 125.4.
II Med.,
1 make a return or assessment of one's property, Arist.Oec.1347a22, 1353a12.
2 as law-term, = ἀντιτιμάομαι, X.Ap.23, Arr.Epict.3.24.61, D.Chr.56.14; ἀποθνῄσκειν ὑποτιμῶ Arist.Rh.Al.1437a17; cf. τιμάω 111.2b.
3 allege, plead in excuse, ἀμβλυωπίαν Gal.5.192; γῆρας, ἀσθένειαν, Nic. Dam. Fr. 130.17 J.; ἀγνοίας πρόφασιν POxy.1119.11 (iii A. D.); πενίαν Iamb.VP5.23, cf. Apollod.2.5.3.
4 underestimate, tone down, εἰρωνεύεσθαι καὶ ὑ. D. Chr.32.90.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποτῑμάω: ὁρίζω (ἢ ὑποβιβάζω) τὴν τιμὴν πράγματός τινος, τῶν ἰχθυοπωλῶν ὅστι ἂν πωλῶν τινι ἰχθὺν ὑποτιμήσας ἀποδῶτ’ ἐλάττονος ἧς εἶπε τιμῆς, εἰς τὸ δεσμωτήριον εὐθὺς ἀπάγεσθαι Ἄλεξις ἐν «Λέβητι» 3. 4. ΙΙ. μέσ., 1) κάμνω ἐκτίμησιν τῆς περιουσίας μου, ἐκτιμῶ ἢ ἀπογράφω αὐτήν, Ἀριστ. Οἰκ. 2. 6 καὶ 36. 2) ὡς δικανικὸς ὄρος, = ἀντιτιμάομαι, Ξεν. Ἀπολ. 23· ἀποθνήσκειν ὑποτιμῶ Ἀριστ. Ρητ. πρὸς Ἀλέξ. 30, 11· Buttm. εἰς Δημ. κατὰ Μειδ. ἐν τῷ Πίνακι, καὶ πρβλ. τιμάω ΙΙΙ. 2. 3) προσποιοῦμαι, προφασίζομαι, πενίαν Ἰάμβλ. ἐν Βίῳ Πυθαγ. 23, πρβλ. Ἀπολλόδ. 2. 4, 3· ἀπολ. δικαιολογοῦμαι, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 24, 61.
Greek Monolingual
ὑποτιμῶ, ὑποτιμάω, ΝΜΑ τιμῶ
1. ελαττώνω, κατεβάζω την τιμή πώλησης (α. «η κυβέρνηση δεν σκοπεύει να υποτιμήσει τη δραχμή» β. «ἰχθὺν ὑποτιμῶν», Αλεξ.)
2. κρίνω ή παρουσιάζω κάποιον ή κάτι ως κατώτερο από ό,τι είναι (α. «υποτιμά τις ικανότητες του αντιπάλου του» β. «εἰρωνεύεσθαι καὶ ὑποτιμᾱν», Δ. Χρυσ.)
αρχ.
μέσ. ὑποτιμῶμαι, ὑποτιμάομαι
1. κάνω απογραφή και εκτίμηση της περιουσίας μου
2. ως κατηγορούμενος αντιπροτείνω άλλη ποινή, μικρότερη από την ποινή που πρότεινε ο κατήγορος
3. προφασίζομαι, προσποιούμαι
4. δικαιολογούμαι.