είδω

From LSJ
Revision as of 08:45, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Γυνὴ γυναικὸς πώποτ' οὐδὲν διαφέρει → Nihil propemodum mulier distat mulieri → Zwischen erster Frau und zweiter ist kein Unterschied

Menander, Monostichoi, 109

Greek Monolingual

εἴδω (Α)
Ι. 1. βλέπω, κοιτάζω, διακρίνω
2. (με επίταση) επιτηρώ, φυλάσσω, παρατηρώ
3. αντιλαμβάνομαι
4. εξετάζω, ερευνώ
5. συναντώ, μιλώ με κάποιον
6. δοκιμάζω, απολαμβάνω
7. μέσ. εἴδομαι
α) φαίνομαι, φαίνομαι ότι
β) προσποιούμαι, καμώνομαι
8. μοιάζω («τῇ μὲν ὲεισαμένη προσεφώνεε δῑ' Ἀφροδίτη», Ιλ.)
II. (παρακμ.) οἶδα
1. γνωρίζω
2. (με απρμφ.) γνωρίζω πώς να πράξω κάτι, έχω τη δύναμη, είμαι ικανός («οἶδ' ἐπ' ἀριστερὰ νωμῆσαι βῶν», Ιλ.)
3. (με μτχ.) γνωρίζω πώς έχει το πράγμαἴσθι μοι δώσων ἄποινα», Αισχ.)
4. το πράγμα που γνωρίζει κανείς προστίθεται συχνά ως ξεχωριστή πρόταση με το ὡς, ὅτιοἶδα κἀμαυτὴν ὅτι ἀλγῶ», Σοφ.)
5. «οὐκ οἶδ' εἰ» — δεν γνωρίζω αν
6. οἶδα, ἴσθι
συχνή σε παρενθετική χρήση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. είδω είναι άχρηστος ενεστ. αντί του οποίου χρησιμοποιήθηκε ο ενεστ. ορώ. Ο μέσος θεματικός ενεστ. είδομαι (< (F)είδ-ομαι) με τον σιγματικό αόρ. εισάμην μαρτυρούνται παράλληλα με τον αόριστο είδον (< ε-Fιδ-ον) και τον παρακμ. οίδα ( < (F)oίδ-a), με αποκλίνουσα όμως σημ. «γνωρίζω». Με το είδομαι, το οποίο εμφανίζει αρχαϊκό σχηματισμό δεν υπάρχουν αντίστοιχοι τ. άλλων ΙΕ γλωσσών παρά μόνο ίσως τα αρχ. ιρλ. ad-feded «διηγόταν», γοτθ. fra-weitan «εκδικούμαι», τα οποία όμως παρουσιάζουν μεγάλη σημασιολογική απόκλιση. Αντίθετα το είδομαι συνδέεται ως προς τη σημασία με το ουσ. είδος. Είναι πιθανόν, επομένως, να σχηματίστηκε υποχωρητικά από το είδος (πρβλ. σθένω < σθένος)].