εὔροια
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
English (LSJ)
ἡ, A good flow, free passage, ὑδάτων Pl.Lg.779c; τῶν φλεβῶν Arist.Somn.Vig.457a26. II flow of words, fluency, εὔροιά σε εἴληφεν Pl.Phdr.238c; σὺν εὐροίᾳ σχεδιάσαι Philostr.VS1.8.4. III prosperous course, Pl.Lg.784b; πραγμάτων Plb.2.44.2, etc.; abundance, τῶν πάντων Clearch.8. 2 εὔροια βίου happy life, Zeno Stoic. 1.46, Cleanth.ib.126, Chrysipp.ib.3.4, al.
German (Pape)
[Seite 1093] ἡ, das gute, leichte Fließen, guter Fluß, τῶν ἐκ Διὸς ὑδάτων Plat. Legg. VI, 779 c; τῶν φλεβῶν Arist. de somn. 2; Sp. Übertr. vom Fluß der Rede, εὔροιά τίς σε εἴληφεν Plat. Phaedr. 238 c; das von Statten gehen, Erfolg, τῶν πραγμάτων Plut. Pericl. 20; Pol. 2, 44, 2 u. a. Sp. – Reichthum, Fülle, τῶν πάντων, bei Ath. XII, 524 c; βίου εὔροια wird B. A. 29, 25 durch εὐδαιμονία u. εὐτυχία erkl., u. war ein Ausdruck der Stoiker, D. L. 7, 88.
Greek (Liddell-Scott)
εὔροια: ἡ, καλή, εὔκολος ῥοή, ἐλευθέρα δίοδος, ὑδάτων Πλάτ. Νόμ. 779C· τῶν φλεβῶν Ἀριστ. π. Ἐνυπν. 3. 17. ΙΙ. εὐφράδεια, Λατ. flumen orationis, Πλάτ. Φαῖδρ. 238C· σὺν εὐροίᾳ Φιλόστρ. 491, κτλ. ΙΙΙ. εὐκολία, Πλάτ. Νόμ. 784Η· τῶν πραγμάτων Πολύβ. 2. 44, 2, κτλ.· ἀφθονία τῶν πάντων Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 524C. 2) εὔροια βίου, Στωϊκὴ φράσις δηλοῦσα βίον εὐδαίμονα, τὸ τοῦ Σενέκα vita secundo cursu defluens, Διογ. Λ. 7. 88.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
I. cours facile ou abondant, libre cours;
II. fig. 1 abondance du style ou de la parole;
2 cours des événements.
Étymologie: εὔροος.
Greek Monolingual
η (ΑΜ εὔροια)
1. (για υγρά) η εύκολη, η ανεμπόδιστη ροή
2. (για τον λόγο) ευχέρεια λόγου, ευφράδεια, ευγλωττία
αρχ.
1. αφθονία
2. (για πράγματα ή γεγονότα) ευτυχής εξέλιξη, καλή πορεία
3. φρ. α) (για το αίμα) «εὔροια φλεβῶν» — ζωηρή κυκλοφορία
β) (φρ. τών Στωικών) «εὔροια βίου» — ζωή που κυλάει ήρεμα, ευτυχία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ευρο- (του εύρους) + κατάλ. -ια (πρβλ. παλίρροια, φυλλόρροια)].
Greek Monotonic
εὔροια: ἡ,
I. καλή ροή, ελεύθερη δίοδος, σε Πλάτ.
II. ευφράδεια, στον ίδ.
III. ευκολία, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
εὔροια: ἡ
1) плавное течение, беспрепятственное стекание (ὑδάτων Plat.): εὔ. τῶν φλεβῶν Arst. свободный проток (крови) по жилам;
2) плавная речь, поток красноречия Plat.;
3) благополучный ход, счастливое течение (τῶν πραγμάτων Polyb.): εὔ. βίου Diog. L. счастливая жизнь.
Middle Liddell
εὔροια, ἡ,
I. a good flow, free passage, Plat.
II. fluency, Plat.
III. successful progress, Plat.