αἱματηρός

From LSJ
Revision as of 16:13, 18 September 2021 by Spiros (talk | contribs)

Ψεῦδος δὲ μισεῖ πᾶς σοφὸς καὶ χρήσιμος → Mendacium odit, qui vir est frugi et sapit → Die Lüge hasst der Weise und der Ehrenmann

Menander, Monostichoi, 554
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἱμᾰτηρός Medium diacritics: αἱματηρός Low diacritics: αιματηρός Capitals: ΑΙΜΑΤΗΡΟΣ
Transliteration A: haimatērós Transliteration B: haimatēros Transliteration C: aimatiros Beta Code: ai(mathro/s

English (LSJ)

ά, όν (ός, όν E.Or.962):—A bloodstained, χεῖπες S.Ant. 975 (lyr.); ξίφος E.Ph.625; ὄμμα bloodshot, Id.IA 381; φλὸξ αἱματηρὰ κἀπὸ…δρυός, i.e. ἀφ' αἵματος καὶ δρυός, fed by the blood of the victim and the wood, S.Tr.766: esp. bloody, murderous, πνεῦμα A Eu. 137; τεῦχος Id.Ag.815; θηγάναι Id.Eu.859; ὀμμάτων διαφθοραί S.OC 552; στόνος caused by the blood-reeking wound, Id.Ph.694 (lyr.). II of blood, μένος A.Ag.1067; σταγόνες gouts of blood, E.Ph.1415; αἱ. ῥοῦς Hp.Coac.502; αἱματηραὶ φλέβες conveying blood, Philostr.VA8.7.

Greek (Liddell-Scott)

αἱμᾰτηρός: -ά, -όν, ἐν Εὐρ. Ὀρ. 962· ὡσαύτως -ός, όν, = αἱματώδης, ᾑμαγμένος, φόνιος, ἐν χρήσει πρὸ πάντων παρὰ Τραγικοῖς, αἱμ. χεῖρες, ξίφος κτλ.· φλὸξ αἱματηρὰ κἀπὸ ... δρυός, δηλ. ἀφ’ αἵματος καὶ δρυός = τρεφομένη διὰ τοῦ αἵματος τοῦ θύματος καὶ διὰ τῶν ἐκ δρυὸς ξύλων, Σοφ. Τρ. 766· ἰδίως αἱμόδιψος, αἱμοχαρής, πνεῦμα, Αἰσχύλ. Εὐμ. 137· τεῦχος αἱμ. = ἡ θανατηφόρος κάλπις, ὁ αὐτ. Ἀγ. 815· αἱμ. βλάβαι, ὁ αὐτ. Εὐμ. 359· ὀμμάτων διαφθοραί, Σοφ. Ο. Κ. 552· στόνος αἱμ., προξενούμενος ὑπὸ τοῦ ἀχνίζοντος αἱματηροῦ τραύματος, ὁ αὐτ. Φ. 695· πρβλ. θηγάνη. ΙΙ. κυριολεκτικῶς ἐπὶ αἵματος, ὁ συνιστάμενος ἐξ αἵματος, μένος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1065· σταγόνες αἱμ. = σταγόνες ἐξ αἵματος, Εὐρ. Φοίν. 1415· αἰμ. ῥοῦς = ῥοὴ αἵματος, Ἱππ. Κωακ. 201.

French (Bailly abrégé)

ά ou ός, όν :
1 sanglant, ensanglanté ; ἐξαφρίζεσθαι μένος ESCHL exhaler sa fougue dans une écume sanglante ; meurtrier, funeste;
2 qui respire le sang, avide de sang;
3 causé par le sang versé.
Étymologie: αἷμα.

Spanish (DGE)

(αἱμᾰτηρός) -ά, -όν
• Morfología: [-ός, -όν E.Or.962]
1 ensangrentado, manchado de sangre αἱματηρὸν ἐξαφρίζεσθαι μένος echar ensangrentados espumarajos de cólera A.A.1067, αἱ. χεῖρες S.Ant.975, ξίφος E.Ph.625, ἄτη E.Or.962.
2 de sangre, sangriento, sanguinolento σταγόνες E.Ph.1415, cf. E.IT 443, ῥοῦς αἱ. Hp.Coac.502, cf. Prorrh.2.7, δυσεντερίαι Gal.7.243, 8.370
que contiene o lleva la sangre φλέβες Philostr.VA 8.7.15.
3 sangriento, ávido de sangre, asesino πνεῦμα A.Eu.137, τεῦχος A.A.815, θηγάναι A.Eu.859, ἔρις A.Ch.474, φλόξ del fuego del sacrificio, S.Tr.766, ὀμμάτων διαφθοραί S.OC 552, φίλτρα E.Hel.1104, ὄμμα E.IA 381
sangriento, causado por una herida, espantoso στόνος S.Ph.695.

Greek Monotonic

αἱμᾰτηρός: -ά, -όν επίσης, -ός, -όν (αἷμα),
I. αιματηρός, αιμοχαρής, αυτός που έχει κηλίδες αίματος, φονικός, δολοφονικός, σε Τραγ.
II. αυτός που αποτελείται από αίμα, αυτός που συνίσταται από αίμα, σε Αισχύλ., Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

αἱματηρός: 3, редко
1) кровавый (σταγόνες Eur.);
2) окровавленный (τεῦχος Aesch.): φλὸξ αἱματηρά Aesch. пламя, пожирающее окровавленные жертвы; στόνος αἱ. Soph. стон от кровавых ран; αἱ αἱματηραὶ ὀμμάτων διαφθοραί Soph. кровавое самоослепление (Эдипа);
3) кровопролитный, губительный (ἔρις, πνεῦμα Aesch.).

Middle Liddell

αἷμα
I. bloody, bloodstained, murderous, Trag.
II. of blood, consisting thereof, Aesch., Eur.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

αἱματηρός -ή -όν en -ός -όν αἷμα bloedig, bloederig, bebloed, van bloed :. ὑφ ’ αἱματηραῖς χείρεσσι door haar bloederige handen Soph. Ant. 975; αἱματηρὸν... ξίφος mijn met bloed besmeurde zwaard Eur. Phoen. 625; αἱματηρὸν ὄμμα een bloeddoorlopen oog Eur. IA 381; αἱματηραὶ σταγόνες bloeddruppels Eur. Phoen. 1415; τὰς αἱματηρὰς ὀμμάτων διαφθοράς de bloedige verminking van je ogen Soph. OC 552.