ἀκρεμών
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
English (LSJ)
όνος, ὁ (for the accent v. Hdn.Gr.1.33, ἀκρέμων in most codd.): (ἄκρος):—
A bough, branch, twig, spray, Thphr.HP1.1.9; οἱ ἀκρεμόνες τῶν κλάδων Ael.NA4.38, cf. Simon.183, E.Cyc.455, Theoc.16.96, A.R.2.1101.
German (Pape)
[Seite 81] όνος, ὁ (so accentuiren Arcad. u. Suid., der ἡγεμών vgl.; gew. ἀκρέμων), Spitze des Astes, Ast (von ἄκρος, nach Theophr. οἱ ἀπὸ τοῦ καυλοῦ ἢ στελέχους σχιζόμενοι, τὸ ἐκ τούτων βλάστημα κλάδος, Zweig), ἐλαίας Eur. Cycl. 454; ἔσχατος Theocr. ep. 1, 6; öfter in Anthol., wo χρύσειοι ἀκρ., goldner Kopfschmuck, Ant. Sid. 34 (Pl. 176); Opp. auch von Hörnern, Cyn. 2, 303.
French (Bailly abrégé)
όνος (ὁ) :
branche, rejeton.
Étymologie: ἄκρος.
Spanish (DGE)
-όνος, ὁ
• Grafía: acent. ἀκρέμων Phys.A 57.2, Opp.C.3.181, tb. frec. cód. pero cf. Hdn.Gr.1.33, tard. graf. ἀκραίμων
1 ramo, retoño, vástago φέροιτο ... βότρυν ... ἀπ' ἀκρεμόνων Simon.125.8D., ἐλαίας E.Cyc.455, cf. Thphr.HP 1.1.9, Theoc.16.96, Ep.1.6, Euph.38A.11, A.R.2.1101, ἀκρεμόνας δὲ χεῖρας ἑὰς ποίησε (Βάκχος) Nonn.D.36.309
•fig. ὁ ἐχῖνος, τὸ πονηρὸν πνεῦμα, ... μὴ ἔχων ... ἀκρέμονα ἐν σοί Phys.l.c., ref. a los téntaculos nuevos que le crecen al pulpo, Opp.l.c.
2 fig. persona destacada Epiph.Const.Haer.68.1.8.
Greek Monolingual
ἀκρεμὼν (-όνος), ο (AM) (A και ἀκρέμων)
μσν.
(για πρόσωπα) φύλακας, φρουρός (πρβλ. ακρίτης)
αρχ.
1. κλαδί δέντρου που απολήγει ή διακλαδίζεται σε μικρότερα κλαδιά
2. η άκρη του κλαδιού, κλωνάρι, βλαστάρι
3. (γενικότερα) το άκρο
«κεράων ὰκρεμόνες προτενεῑς» (Οππιανός, Κυν. 2, 303)
4. (μτφρ.) «ἀκρεμόνες σοφίας» — εξέχοντες σοφοί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. προέρχεται από τη βοτανική ορολογία και σήμαινε αρχικά «το μεγάλο κλαδί» σε αντίθεση με τη λ. κλάδος, που σήμαινε γενικά «το κλαδί». Η λ. συνδέεται ετυμολογικά με ρίζα ak, και προήλθε πιθανώς αναλογικά κατά το πρότυπο του ἀγρεμών. Από τον ίδιο τόπο, με παρετυμολογική σύνδεση προς το ρ. κρεμάννυμι, αποσπάστηκε η λ. κρεμών.
ΠΑΡ. ἀκρεμονικός. Βλ. και λήμμα ακ-].
Russian (Dvoretsky)
ἀκρεμών: όνος ὁ
1) сук Arst.;
2) ветвь, ветка Eur., Theocr.
Frisk Etymological English
-όνος
Grammatical information: m.
Meaning: bough, branch (Simon.); on the meaning Strömberg Theophrastea 141f., 54f.
Other forms: accent after Hdn. Gr. 1, 33; mss. mostly -έμων
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: The old etymology with ἄκρος is improbable, the formation unclear (Chantr. Form. 172f.). That κρεμών (Eratosth.) would be due to κρεμάννυμι is most improbable. It is, like the etymology, a desperate attempt to reduce the word to known elements. Fur. 115 adduces ἀγρεμών κάμαξ (`pole, shaft'), λαμπάς, δόρυ H. These facts show that it is a substr. word.
Frisk Etymology German
ἀκρεμών: -όνος (Akzent nach Hdn. Gr. 1, 33; Hss. gew. -έμων)
{akremṓn}
Grammar: m.
Meaning: Ast, Zweig, zur Bedeutung Strömberg Theophrastea 141f., 54f. (Simon., E., Thphr. usw.).
Derivative: Davon ἀκρεμονικὴ (ἀπόφυσις) Thphr., vgl. Strömberg 98 A. 1.
Etymology : Seit Benfey zu ἄκρος gezogen; zur Bildung Brugmann Grundriß2 2 : 1, 241, Schwyzer 522, Chantraine Formation 172f. Die apokopierte Form κρεμών (Eratosth.) kann durch Anschluß an κρεμάννυμι veranlaßt sein.
Page 1,58